Λέγεται ότι τα παλιά χρόνια οι ναυτικοί περίμεναν πως και πώς την ημέρα της υψώσεως του τιμίου σταυρού να ‘ρθουν με τα καΐκια τους και ν’ αράξουν σ’ απάνεμα μέρη και λιμάνια. Είχαν περίπου ταξιδέψει εννέα μήνες και φυσικά είχαν κάθε δικαίωμα να ‘ρθουν και να δέσουν, να δουν τις οικογένειές τους, τους συγγενείς και τους φίλους, να ξεκουραστούν οι ίδιοι και να ξαναετοιμασθούν για νέα ταξίδια, μόλις θα φωτίζονταν τα νερά! Γι αυτό και οι παλιότεροι έλεγαν χαρακτηριστικά τα παρακάτω λόγια: “Του Σταυρού σταύρωνε και δένε”, προκειμένου να αγκυροβολίσουν τα πλοία τους.

Όμως σημαντική ήταν και “η άλλη μέρα από του σταυρού”, κυρίως για εμάς τους τότε μαθητές. Τέτοιες μέρες, μας μεταφέρουν στα χρόνια εκείνα, τα πιο παλιά, τα μαθητικά μας χρόνια, όταν άνοιγαν τα σχολεία.

Μια εποχή εντελώς διαφορετική από τη σημερινή, με τους γονείς μας σχετικά ολιγογράμματους, αλλά οι ίδιοι να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη, τόσο στα παιδιά τους, όσο και στους εκπαιδευτικούς και να μη μπερδεύονται αφενός στις σπουδές των παιδιών και αφετέρου στα πόδια των δασκάλων, όπως συνηθίζεται σήμερα. Τέτοιες μέρες… που τα σχολεία άνοιγαν, που οι δρόμοι του χωριού μου γέμιζαν από ζωή και ζωντάνια, με τις φωνούλες των παιδιών να ξεσηκώνουν όλους απ’ άκρη σ’ άκρη μια “χαρά Θεού” πραγματικά άγγιζε τον καθένα.

Παρέες-παρέες, μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, φτωχότερα και πιο ευκατάστατα περνούσαμε από τη μέση της πλατείας του χωριού μου, χαζεύαμε και καθόμασταν στα σκαλιά της Εκκλησίας, πάνω στις φτιαγμένες από πανί ή και αγοραστές που τις κρατούσαμε μόνοι μας και πηγαινοερχόμασταν παρέες-παρέες από το σχολείο μας στην κάθε γειτονιά του χωριού μας.

Θυμάμαι πολλές φορές, τότε ως μαθητές των πρώτων τάξεων του Δημοτικού να κρατάμε λουλούδια για την δασκάλα μας, τα οποία στόλιζαν το ανθοδοχείο της έδρας, της τάξης μας. Βέβαια, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, προσφερόμενα δώρα στους δασκάλους μας ήταν ο μπακλαβάς και οι κουραμπιέδες. Στα μαθητικά μας χρόνια υπήρχαν και παιδιά που στερούνταν το σχολείο επειδή οι γονείς τους ήθελαν να τα έχουν δίπλα τους για να τους βοηθούν.

Συνηθισμένο ήταν αυτό το φαινόμενο σε παιδιά κτηνοτροφικών οικογενειών και γενικά οικογενειών που οι ασχολίες τους ήταν στην ύπαιθρο. Από την άλλη μέρα του σταυρού… τέτοιες μέρες. Η νέα σχολική περίοδος προχωρούσε με τους χρονικούς εθιμικούς σταθμούς της. Κάτι τέτοιο είχε αντίχτυπο στην κοινωνική “αναγνώριση” των μαθητών. Οι μαθητές πρωτοέδειχναν την “πνευματική” τους οντότητα, τόσο στους γονείς τους, όσο και στους συγγενείς τους με τους “ελέγχους προόδου” που τους μοίραζαν οι δάσκαλοι. Ξεχωριστά οι ίδιοι καμάρωναν, όταν φορούσαν το πηλήκιο με την κουκουβάγια (κάτι που η γενιά μας δεν το πρόλαβε).

Προλάβαμε όμως τις μπλε ποδιές των συμμαθητριών μας, με τον ολόλευκο γιακά τους και -γιατί όχι;- πολλοί από μας ίσως να είχαμε κατά νου κάποια πλατωνική συνύπαρξη και μία μέλλουσα οικογενειακή ευτυχία! Ναι αυτές ήταν οι συμμαθήτριες των πρώτων σχολικών μας χρόνων. Τότε που ξεκινούσαμε από τη γειτονιά μας και το πατρικό μας σπίτι για το σχολείο και η ίδια η γειτονιά έδειχνε έναν απεριόριστο σεβασμό στα πρόσωπά μας.

Ειδικότερα όταν μας άκουγαν να διαβάζουμε μεγαλόφωνα “Σωπάστε καλέ, το παιδί διαβάζει”. Και ο καιρός προχωρούσε, αφού ήδη είχαν περάσει τρεις μήνες από την έναρξη του σχολικού έτους. Οι πρώτες διακοπές των Χριστουγέννων με την “παύση των σχολείων” για 15 μέρες, είχαν για μας ένα διαφορετικό νόημα. Μια μικρογραφία επιστροφής ξενιτεμένων. Κάπως διαφορετικά αισθανόμασταν ως παιδιά, τις μέρες των διακοπών. Βιώναμε για τα καλά τα σπιτικά και τα κοινωνικά έθιμα τις μέρες του δωδεκαημέρου.

Κάλαντα και εκκλησιαστικές συναντήσεις και επιπλέον τα κορίτσια είχαν και τις οικοκυρικές εργασίες του σπιτιού. Λίγες μέρες αργότερα η εορτή των Τριών Ιεραρχών, καθαρά σχολική γιορτή, κατά την οποία εκκλησία και σχολείο ανανέωναν την πατροπαράδοτη συνεργασία τους και συναντιόντουσαν αμοιβαία με τον πρωινό εκκλησιασμό, τον καθιερωμένο σημαιοστολισμό και με το γιορταστικό ντύσιμο των μαθητών – μαθητριών, καθώς και με την καθιερωμένη γιορτή στο σχολείο.

Αργότερα η γιορτή της αποκριάς με τα αυθόρμητα μασκαρέματα και ακολουθούσε ο εορτασμός της εθνικής μας γιορτής, της 25ης Μαρτίου με την καθιερωμένη παρέλαση στην πλατεία του χωριού μας και τους εθνικούς χορούς, πάντοτε φυσικά οι μαθητές και οι μαθήτριες φορώντας εθνικές ενδυμασίες. Το απόγευμα της εθνικής μας επετείου οι καθιερωμένες θεατρικές παραστάσεις στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μας. Τα θέματα καθαρά ιστορικού και διδακτικού περιεχομένου, όπως: ο θάνατος του Διάκου, του Ρήγα Φεραίου, ο Γέρος του Μωριά, ο Καραϊσκάκης, το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα, ο Αλη Πασάς των Ιωαννίνων, ο στρατηγός της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης, και άλλα θέματα με πρωταγωνιστές εμάς τους μαθητές, κάτω από την καθοδήγηση και επιτήρηση των ακούραστων δασκάλων μας!

Ωστόσο σε λίγες μέρες ξανά η επιστροφή στην σπιτική και κοινοτική ζωή, σίγουρα πιο ήρεμα αυτή τη φορά με τις διακοπές του Μεγαλοβδόμαδου και του Πάσχα. Το τέλος της σχολικής χρονιάς δεν αργούσε και πολύ. Ένα αίσιο τέλος με τις γυμναστικές επιδείξεις, με την επίδοση των τίτλων σπουδών και με την έντονη συγκινησιακή φόρτιση και τον αποχαιρετισμό των μαθητών της τελευταίας τάξης, της Έκτης. Σε λίγο βιώναμε τις τρίμηνες διακοπές του καλοκαιριού, με τα ανεπανάληπτα μπάνια στις μαγικές παραλίες του Πηλίου, τις απάνεμες για τον “ήσυχο” Παγασητικό και τις πιο εκτεθειμένες στον καιρό, του “ταραγμένου” Αιγαίου!

Θα κλείσω όμως το πόνημά μου με την έναρξη της σχολικής χρονιάς στο Ηράκλειο, εκείνα τα χρόνια. Σίγουρα οι παλιοί Καστρινοί τη­ν είχαν ταυτίσει με τους χτύπους της μεγάλης καμπάνας του Αγίου Μηνά, της “ανεμαζόχτρας”. “Χτύπησε η ανεμαζόχτρα” έλεγαν τα μαθητούδια, μόλις την άκουγαν κάθε πρωί στις 8 παρά 20 και το απόγευμα 2 παρά 20. Πόσοι μαθητές δεν παρατούσαν μισοπιωμένο το γάλα τους για να προλάβουν το μάθημά τους, φωνάζοντας “η ανεμαζόχτρα”!

Αυτή η καμπάνα κατασκευάστηκε στην Τεργέστο το 1892 και ήταν δωρεά του σωματείου των οινοπωλών. Με τον καιρό ράγισε μετά τον πόλεμο και το 1950 την μετέφεραν στην Τεργέστη για να την “ξαναχύσουν”, να την επισκευάσουν δηλαδή. Οι παλαιότεροι Καστρινοί σίγουρα θα την θυμούνται και αυτή και τον καντηλανάφτη του Αγίου Μηνά, τον Μιχάλη Κονταξάκη.

Ο τελευταίος ήταν γνωστός ως “Κοντομίχαλος”. Οι μαθητές της εποχής τον γνώριζαν και τον καλοχαιρετούσαν. Μέχρι και αρχές της δεκαετίες του πενήντα του πήγαιναν φιλοδώρημα (δέκα ή είκοσι λεπτά), αλλά και πολλοί μαθητές ήταν εκείνοι που του πρόσφεραν αυγά, λουκάνικα, απάκι ή διάφορα σπιτικά γλυκά που έφτιαχναν οι μανάδες τους στο σπίτι.

Τέτοιες κινήσεις συνήθως παρατηρούνταν κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη και φυσικά διαφορετικοί τρόποι!