Τις τελευταίες μέρες με την ευκαιρία των επικείμενων διορισμών των καινούργιων διοικητών των Νοσοκομείων της χώρας, είδαν το φως της δημοσιότητας αρκετές ενδιαφέρουσες και πικάντικες λεπτομέρειες όσον αφορά τα βιογραφικά σημειώματα όλων εκείνων που επελέγησαν από την αρμόδια επιτροπή και τα οποία έδωσαν τροφή για πολυποίκιλους σχολιασμούς.

Όμως, είναι κάτι σύνηθες, που έρχεται και επανέρχεται στη δημοσιότητα κάθε φορά που λαμβάνει χώρα η συγκεκριμένη διαδικασία, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλοιώς αφού το θέμα της υγείας αγγίζει την ευαισθησία όλων μας.

Για το ιατρικό δυναμικό της χώρας, όμως, έχει επίσης ξεχωριστή σημασία, λαμβανομένης υπόψιν της φυγής μέρους του επιστημονικού δυναμικού σε άλλες χώρες το οποίο ενώ εκπαιδεύτηκε εδώ, προσφέρει τις υπηρεσίες του αλλαχού.  Πολλά πράγματα, πρέπει να τονίσουμε,  έχουν τις ρίζες τους πολλές δεκαετίες  πίσω. Ας πάρουμε κάποιες αλήθειες από την αρχή. Στη δεκαετία του 1970, εν μέσω δικτατορίας, εισήχθησαν στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μια από τις δύο της Ελλάδας τότε,  με εισαγωγικές εξετάσεις κάπου διακόσιοι φοιτητές.

Στο δεύτερο έτος βρεθήκαμε, ω του θαύματος, χίλιοι διακόσιοι! Οι περισσότεροι είχαν πάρει μεταγραφή από πανεπιστήμια του εξωτερικού, κατά κύριο λόγο από της γειτονικής Ιταλίας στα οποία γράφτηκαν μετά την αποτυχία τους στα δικά μας. Φυσικά δεν πρόκειται, εδώ, να αναφερθώ στις γνώσεις τους. Σχεδόν όλοι αποφοίτησαν και ο καθένας μας πήρε το δρόμο του. Ειδικεύτηκαν στα νοσοκομεία μας, κάποιοι έφυγαν για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, όλοι λίγο  πολύ  πορεύτηκαν και στην επαγγελματική τους ζωή.

Η συνέχεια, στο χώρο της υγείας, υπήρξε γνωστή. Δημιουργήθηκαν ιατρικές σχολές σε κάθε περιφέρεια της χώρας από τις κυβερνήσεις των επόμενων δεκαετιών, για τις οποίες σήμερα υπάρχουν πολλά ερωτηματικά αν ήταν απαραίτητες σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, γνωστού  όντος ότι σε   αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, ήταν πολύ λιγότερες αναλογικά.

Αναμφίβολα ανέβηκε το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών στους κατοίκους των περιοχών, το οποίο έως τότε βρισκόταν σε χαμηλότερη στάθμη, με αρκετά φυσικά  παράπλευρα αποτελέσματα.  Ήδη από τριάντα και πλέον ετών, υπήρξαν πολλές κρούσεις για τον μεγάλο αριθμό γιατρών στη χώρα μας, αλλά ουδείς πήρε το πολιτικό ρίσκο να ευθυγραμμίσει κάπως την δημιουργηθείσα κατάσταση.

Το σημερινό Εθνικό Σύστημα Υγείας με τα περιφερειακά πανεπιστημιακά νοσοκομεία, και τα άλλα μικρότερα καλύπτει σε ικανό βαθμό τους πολίτες της χώρας, χωρίς αυτό να υπαινίσσεται ότι όλα είναι ρόδινα. Προβλήματα πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Άλλωστε η ιατρική ως επιστήμη συνεχώς εξελίσσεται και είναι εύλογο ότι πρέπει να υπάρχουν οι ανάλογες διορθωτικές κινήσεις από μέρους των νοσοκομείων μας.

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν ειδικές σχολές με αποκλειστικό αντικείμενο την πολύχρονη εκπαίδευση στη διοίκηση των νοσοκομείων, κάτι το οποίο δεν είδαμε όλα αυτά τα χρόνια στην πατρίδα μας. Αντίθετα είδαμε να διορίζονται ως πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, μάνατζερ, διοικητές όπως αποκαλούνται τώρα (σαν να πρόκειται για στρατιωτικό σχηματισμό) και με διάφορα παρεμφερή ονόματα, άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση ή εκπαίδευση με το συγκεκριμένο άκρως απαιτητικό αντικείμενο.

Η ιστορία τα έχει καταγράψει όλα αυτά, και δεν έχει νόημα η όποια αναφορά  και υπενθύμισή τους. Όλοι όμως αυτοί είχαν λόγο για την επιλογή και τις προσλήψεις των νέων ειδικευμένων γιατρών στα νοσοκομεία μας, αφού ήταν αυτοδίκαια μέλη των συμβουλίων κρίσης των γιατρών, και μάλιστα αυτό σε μερικές περιπτώσεις  ισχύει και σήμερα.

Η τελευταία κρίση που βίωσε η  κοινωνία μας έπρεπε να μας είχε κάνει περισσότερο σοφούς σε πολλά πράγματα.  Είναι χιλιοειπωμένο αλλά θα το υπενθυμίσω ξανά πως ένα μεγάλο κομμάτι της ιατρικής κοινότητας, μεταξύ των άλλων, αποσπάστηκε από τη χώρα και κατευθύνθηκε αλλού. Η Κλινική στην οποία εργάζεται ο γράφων τα τελευταία τριάντα συναπτά χρόνια εκπαίδευσε αρκετούς, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται στην αλλοδαπή εδώ και χρόνια, έχοντας μάλιστα αναρριχηθεί σε  ζηλευτές θέσεις.

Υπολογίζεται ότι μόνο το ένα δέκατο απ’ αυτούς τους αρκετά καταρτισμένους συναδέλφους μας θα επιστρέψουν κάποτε. Συζητώντας μαζί τους μαθαίνεις τα αυτονόητα. Όλοι εστιάζονται στη διαδικασία προσλήψεων στα νοσοκομεία με έμμεση αναφορά στους  επικεφαλής  αυτών των μονάδων.  Περιττό, νομίζω,  να αναφερθώ στους χαρακτηρισμούς που προσδίδουν, χωρίς να είναι εύκολο συχνά να τους ανατρέψεις τους ισχυρισμούς τους.

Η οριστική απώλεια όλων αυτών των νέων γιατρών θα οδηγήσει σε δυσμενή αποτελέσματα τα οποία η επίσημη πολιτεία δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν, τουλάχιστον έως τώρα. Παράλληλα είναι γνωστό πως την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των γιατρών μας στα νοσοκομεία μειώθηκε δραματικά και αυτός ο κατήφορος συνεχίζεται χωρίς κάποια σοβαρή προσπάθεια ανάσχεσης, πέρα από ορισμένες αποσπασματικές και προσωρινές  καλύψεις, τη στιγμή που ο συνολικός αριθμός των ασθενών αυξάνεται ολοένα και περισσότερο για τους γνωστούς λόγους.

Ο γράφων εργάζεται σαράντα συνεχόμενα χρόνια σε χειρουργικές κλινικές και με αυτή την προϋπηρεσία οδεύει οσονούπω προς το τέλος της καριέρας του. Όμως δεν μπορεί να μην τονίσει και να μην θίξει κάποια κακώς κείμενα στον νοσοκομειακό χώρο.  Γιατί κάποια από αυτά θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα. Αρκεί να έρθουν οι καλύτεροι, τα καλύτερα στελέχη στα νοσοκομεία μας, σε ιατρικό και διοικητικό επίπεδο.

Τι θέλουν λοιπόν όλοι οι άλλοι στα χωριά μας;