Ο φίλος μου ο Γιώργος, ώριμος στην ηλικία, έχοντας ηλικιακό πρόβλημα με την όρασή του, μη μπορώντας δηλαδή να διαβάσει ένα συναισθηματικό ποίημά μου που του έδωσα με τον τίτλο «Ο δρόμος της ζωής» μού εξέφρασε ένα εσώψυχο παράπονο, λέγοντάς μου: Αχ, αυτή η ηλικία! Να μην μπορώ να…”.
Χωρίς πολύ-πολύ να τελειώσει την παραπονιάρικη κουβέντα του, του είπα:
Αγαπητέ φίλε, Γιώργο,
η ώριμη ηλικία του ανθρώπου είναι κάτι το εντυπωσιακό, γιατί συνοψίζει τη ζωή του, την οποίαν απολαμβάνει με όλες τις χαρές, τα παραπόνα και τις λύπες. Συνοψίζει μάλιστα:
Την ωριμότητα που αποκτήθηκε σιγά-σιγά ενάντια σε πολλά εμπόδια.
Την ωραιότητα της φύσης, που μας χαρίζει τόσα και τόσα τα οποία απολαμβάνουμε.
Τις διάφορες ασθένειες, που ευτυχώς θεραπεύτηκαν.
Τη θλίψη και απογοήτευση, που ένιωσες στο διάβα της ζωής, είτε από θλιβερά γεγονότα είτε από τις συμπεριφορές των ανθρώπων, αλλά ευτυχώς ξεπεράστηκαν.
Τις ριψοκίνδυνες αποφάσεις που πάρθηκαν συνειδητά ή ασυνείδητα.
Γνώρισες, έζησες και απόλαυσες τη φιλία των πολλών ειδών, που εκφράζουν οι συνάνθρωποί μας, μα πότε δεν πείστηκες ότι υπάρχει η θαυμαστή φιλία των δύο Πυθαγορείων φιλοσόφων Δάμωνος και Φιντία, που έμειναν στην ιστορία για τη μέχρι θανάτου πιστή φιλία τους.
Την ώριμη σκέψη, που αποκτήθηκε μέσα από τις τόσες πολλές λύσεις, που απαιτούσαν πολλαπλά προβλήματα και στο τέλος λύθηκαν.
Ακόμη συνοψίζει τις επιθυμίες, που πολλές απ’ αυτές πραγματοποιήθηκαν, αλλά και πολλές που δεν πραγματοποιήθηκαν ή δεν έπρεπε να πραγματοποιηθούν από αξιοπρέπεια και σεβασμό.
Συνοψίζει επίσης τις ελπίδες, που άλλες έγιναν πραγματικότητα, άλλες έμειναν απραγματοποίητα όνειρα, που ελπίζεις να εύρουν την εκπλήρωση.
Τις τύψεις ή τις διάφορες διαχρονικές συμπεριφορές, που στην ώριμη πια ηλικία θεωρείς ότι πράγματι έτσι έπρεπε, αλλά και σε άλλες στις οποίες και σήμερα ακόμη είσαι αμετανόητος.
Τα φθαρτά και ανούσια που κάποτε επικροτούσες, σήμερα μετανοείς, έστω και για την ελάχιστη προσοχή σου, προς αυτά.
Πράγματα, ιδέες και ιδεολογίες, είτε πολιτικές είτε θρησκευτικές κ.λπ, που μετεξελίχτηκαν και που άλλες σε ικανοποίησαν πνευματικά και υλικά και άλλες που σε απογοήτευσαν και σε πίκραναν, γιατί εξ αιτίας αυτής της τακτικής τους σού πρόδωσαν αυτό που στα εφηβικά σου χρόνια είχες οραματιστεί και ονειρευτεί.
Σου πήραν τα ιδανικά σου και τα έκαμαν λάσπες και πήραν τις λάσπες και τις έκαναν ιδανικά. Μα εσύ εκεί λεβέντικα στέκεσαι, ωσάν λεβεντόκορμο δεντρί και βροντοφωνάζεις…
Η λεβεντιά είναι δεντρί, σαν κυπαρίσσι μοιάζει
που στέκει ορθό και δε λυγά στο χιόνι και στ’ αγιάζι.
Απόκτησες πολλές εμπειρίες σε υλικά και πνευματικά αγαθά ή συναισθήματα, που ξεπεράστηκαν.
Αισθάνθηκες βαθιά την ανάμνηση της καρδιάς, που λέγεται ευγνωμοσύνη, να τσαλαπατιέται και να ξεριζώνεται και στη θέση της να φυτρώνει η αχαριστία και η αδικία.
Έζησες στο πετσί σου την αδικία, την αχαριστία και την ασυνειδησία και εσύ εκεί βράχος γιατί πάντα μονολογούσες.
Πάντα ψηλά στέκει η κορφή, κι ας είναι χιονισμένη
το βράχο δέρνει η θάλασσα, μα πάντα βράχος μένει!
Τις αγάπες της ζωής, που ίσως ξεχάστηκαν.
Όμως ποτέ δεν ξέχασες τις δύο πιο μεγάλες, δυνατές, αξεπέραστες, ανεπανάληπτες και υπέροχες αγάπες:
Την αγάπη της ΜΑΝΑΣ και την πρώτη σου Αγάπη…Γιατί …
Τη μάνα μου την αγαπώ, πάντα θα τη θυμούμαι,
ωσά την πρώτη αγάπη μου, π’ακόμα ανιστορούμαι.
Η ηλικία, φίλε, του ανθρώπου αντιπροσωπεύει ένα περίτεχνο φορτίο στο τρένο της ζωής, από εμπειρίες και αναμνήσεις.
Μην λυπάσαι, λοιπόν, που γερνάς, γιατί το τραίνο της ζωής κινείται και δεν έφτασε ακόμη στον φυσικό προορισμό του κι ας ένιωσες τα όσα προείπαμε κι ας βαπτίστηκες στα θολά νερά της άδικης κοινωνίας.
Κατέχεις και ζεις με ένα προνόμιο, που πολλοί και πολλές δυστυχώς δεν πρόφτασαν ή δεν πρόλαβαν.
Κι ο Γερο-Γιώργης θαυμαζο-κοιτάζοντας την απέναντι χειμωνο-ανθισμένη μυγδαλιά, αντί άλλης απάντησης, στα όσα του είπα, σιγομουρμούρισε:
Πες μου κι εμένα μυγδαλιά, το μυστικό να γειάνω
όντε χιονίζει στη καρδιά, άσπρους ανθούς να βγάνω.
Κι εγώ, ακούγοντας το σιγο-μουρμουρητό του αναφώνησα… Ω, της ηλικίας το άπειρον!