Η αύξηση των γυναικοκτονιών στη χώρα μας τα τελευταία δυο χρόνια είναι ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει ψυχιάτρους, ψυχολόγους, δημοσιογράφους, κοινωνιολόγους, θεολόγους κ.ά., οι οποίοι ερευνούν τα αίτιά του και προσπαθούν να καταλάβουν τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων που φτάνουν στον φόνο της συζύγου, της συντρόφου ή της πρώην γυναίκας τους.

Εκείνο που εντυπωσιάζει πάντως είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς, είτε οι ίδιοι είτε δια των συνηγόρων τους, εκτός του ότι λένε πως μετανόησαν, δηλώνουν ότι σκότωσαν μεν τη γυναίκα, αλλά την αγαπούσαν και δεν μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτήν.

Για τον κοινό νου κάτι τέτοιο είναι παράδοξο και παράλογο:  δεν μπορείς να σκοτώνεις ό, τι αγαπάς. Αυτό που αγαπάμε το φροντίζουμε, το προσέχουμε, κάνουμε θυσίες για χάρη του, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής μας και δεν το κακοποιούμε, δεν το πληγώνουμε ούτε και φτάνουμε στο έσχατο σημείο να του αφαιρέσουμε τη ζωή.

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Είναι παραλογισμένοι όσοι λένε πως αγαπούσαν τις γυναίκες που σκότωσαν ή μήπως ψεύδονται; Αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε γρήγορα αποκαλύπτονται, γιατί, όπως λέει ο λαός, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Αν, όμως, συμβαίνει το πρώτο, τότε το φαινόμενο είναι άξιο σχολιασμού.

Το ερώτημα «πώς συμβαίνει και σκοτώνει κάποιος το πρόσωπο που αγαπά;» είναι ερώτημα που ανατρέχει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και δηλώνει πόσο ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου ελέγχεται πολλές φορές από δυνάμεις που θολώνουν τη σκέψη του, σκοτίζουν τον νου του και τον οδηγούν σε πράξεις παραλογισμού. Είναι τότε που ανατρέπονται όλα όσα οι άνθρωποι θεωρούμε ως προφανή και ως λογικώς και συναισθηματικώς ορθά.

Είναι σαν να πλακώνει το νου και τη λογική μια σκιά, ένα βαθύ σκοτάδι, από το οποίο δεν βγαίνει κανείς παρά μόνο με μια πράξη εκμηδενισμού του προσώπου που θεωρεί ως αιτία του. Και τότε πού πάει η αγάπη του άντρα προς την, όπως ισχυρίζεται,  αγαπημένη του; Πώς γίνεται και εξαφανίζεται μέσα σε μια στιγμή η αγάπη και ο έρωτας που τον είχε δέσει με το πρόσωπο της γυναίκας;

Η απάντηση θα δοθεί πρώτα σε επίπεδο κοινωνικών στερεοτύπων, δηλαδή σε σχέση με όσες συμπεριφορές θεωρεί ως ορθές μια κοινωνία και με τους στερεοτυπικούς ρόλους που αποδίδει στον άντρα και στη γυναίκα, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα, σε πολλές περιπτώσεις είναι ισχυρότεροι από την αγάπη.

Έτσι, σε μια κοινωνία όπου ο άντρας θεωρείται a priori ως ο κυρίαρχος και αφέντης και η γυναίκα υποταγμένη στον άντρα (πατέρα, σύζυγο, αδελφό), το κοινωνικό βάρος που πέφτει στους ώμους του άντρα, όταν η συμπεριφορά της γυναίκας την εκτρέπει του στερεοτυπικού ρόλου της, είναι τέτοιο, που κάποιες φορές δεν μπορεί να το αντέξει. Η συνέπεια είναι η σκληρή τιμωρία της εκτραπείσης από την «ορθή» κοινωνική συμπεριφορά γυναίκας.

Η αγάπη και ο έρωτας τότε υποχωρούν μπροστά στη δύναμη των στερεοτύπων, στα οποία είναι εγκλωβισμένοι τόσον ο άντρας όσο και η γυναίκα, με τη διαφορά ότι ο άντρας είναι σε σαφώς πλεονεκτική θέση, ως εκ του ρόλου του. Διότι η μειονεκτική θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία δίνει κυριαρχική δύναμη και εξουσία στον άντρα. Κι όταν αυτός αντιλαμβάνεται ότι χάνονται, τότε νιώθει το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, πράγμα που δεν αποδέχεται, οπότε κάθε έννοια αγάπης μπορεί να απολεσθεί.

Αυτό, βέβαια, κατά την άποψη του δράστη, μπορεί να αιτιολογεί (ουδόλως όμως δικαιολογεί) το φόνο, δεν δίνει όμως απάντηση στον ισχυρισμό του ότι τάχα αγαπούσε το θύμα του. Είναι δυνατόν να συνδέεται με την αγάπη η αφαίρεση της ζωής της γυναίκας, επειδή έτσι το επιβάλλουν κάποιοι άγραφοι και άτεγκτοι κανόνες «τιμής»; Μπορεί να υπάρξει αγάπη, όταν απουσιάζει η ελευθερία της επιλογής;

Ο μεγάλος Δανός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ έχει γράψει: «Μόνο στην ελευθερία υπάρχει αγάπη, μόνο στην ελευθερία υπάρχει ψυχαγωγία κι αιώνια ευφροσύνη» (Το Ημερολόγιο ενός διαφθορέα, εκδ. ΓΑΛΑΞΙΑ, σ.70). Χωρίς δηλαδή την ελευθερία των δυο αγαπώμενων προσώπων η αγάπη είναι φενάκη και ψεύδος.

Αυτό σημαίνει πως, όταν ο γυναικοκτόνος ισχυρίζεται ότι αγαπούσε τη γυναίκα που σκότωσε, ψεύδεται, επειδή ήδη είχε αποφασίσει να της στερήσει την ελευθερία της. Μπορεί να θεωρεί και να ισχυρίζεται ότι την αγαπούσε, αλλά η «αγάπη» του είχε την έννοια της κυριαρχίας και του απόλυτου ελέγχου πάνω στο πρόσωπο και τις επιλογές της γυναίκας. Επομένως, η αντίληψη που είχε για την αγάπη ήταν ήδη διαστρεβλωμένη μέσα του και ο ίδιος αλλοτριωμένος από κάθε έννοια αληθινής αγάπης.

Η αγάπη και ο έρωτας δεν είναι στατικές καταστάσεις. Έχουν μια δυναμική, που πρέπει να είναι συνεχής, να ανανεώνεται διαρκώς. Και πάλι ο Κίρκεγκωρ γράφει: «Αν στον έρωτα ο αγώνας δεν αποτελεί το Περισσότερο, έχει πάψει πια να έχει σημασία. Κι αν δεν υπάρχει πια κανένας αγώνας στον έρωτα, σημαίνει πως ο έρωτας είναι νεκρός» (ο.π. σ.91).

Είναι βέβαιο ότι στις περιπτώσεις των γυναικοκτονιών ο έρωτας ήταν ήδη νεκρός, η αγάπη είχε ψυγεί (Ματθ. 24,12). Ποτέ δεν φτάνει κανείς στην εξόντωση του ανθρώπου που αγαπά αληθινά. Και η αληθινή αγάπη πρέπει να ανανεώνεται, πρέπει να αναζητεί το «Περισσότερο».

Αλλιώς βαλτώνει, ψύχεται, αλλοιώνεται, χάνεται, πεθαίνει. Κι όταν η αγάπη πεθάνει, τότε εμφανίζονται οι κακοποιητικές συμπεριφορές, κυρίως από την πλευρά του «δυνατού», οπότε η γυναίκα ζητεί να απαλλαγεί από τον άνθρωπο που την κακοποιεί. Στις περιπτώσεις αυτές ξυπνά στην ψυχή του άντρα το κυριαρχικό ένστικτο επί της γυναίκας και ακολουθούν όσα τραγικά ακολουθούν.

Στο Άσμα Ασμάτων διαβάζουμε: «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» (8,6). Η αγάπη είναι δυνατή σαν το θάνατο. Που σημαίνει ότι η αγάπη είναι η δύναμη που νικά το θάνατο. Αγάπη και θάνατος: οι δυο δυνάμεις ανάμεσα στις οποίες κινείται η ζωή του ανθρώπου. Η μια φαίνεται να αναιρεί την άλλη.

Η αγάπη, όταν υπάρχει, κάνει τον άνθρωπο δυνατό όχι μόνο να νικήσει το φόβο του θανάτου αλλά, στην έσχατη, την υπέρτατη μορφή της, να αγαπήσει ακόμα και τους εχθρούς του, ενώ ο θάνατος είναι ο εχθρός της ζωής και σε ό,τι δίνει νόημα σ’  αυτήν, δηλαδή στην αγάπη σε όλες της τις μορφές.

Διότι ο θάνατος σχετίζεται όχι με τη ζωή αλλά με την εξουσία και την κυριαρχία. Στην περίπτωση των γυναικοκτονιών, οι γυναικοκτόνοι δεν αγαπούσαν τη ζωή αλλά το θάνατο, γι’  αυτό και δεν τη σεβάστηκαν, δεν αγαπούσαν το ζωντανό πρόσωπο της γυναίκας γι’  αυτό και τη σκότωσαν, δεν αγαπούσαν τον ίδιο τον εαυτό τους, γι’  αυτό και φέρθηκαν απάνθρωπα.

«Η ανώτερη απόλαυση είναι να ζεις με τη σκέψη ότι θ’  αγαπηθείς, βαθύτερα θ’  αγαπηθείς από καθετί μέσα στον κόσμο.» (Κίρκεγκωρ, ό.π. σ. 79). Όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να αγαπήσουμε και προπάντων να αγαπηθούμε. Να αγαπηθούμε αληθινά, βαθιά, που σημαίνει να αγαπήσουμε κι εμείς από τη μεριά μας βαθιά και αληθινά. Η αγάπη αυτή είναι ένα ζητούμενο σε όλες τις εποχές, επειδή η αγάπη έχει να παλέψει με τις ενστικτώδεις επιθυμίες και ορμές του ανθρώπου καθώς και με τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα.

Όταν ο Χριστός έθεσε στο κέντρο του κηρύγματος και της διδασκαλίας Του την αγάπη, ζητούσε από τους ανθρώπους να κάμουν νια υπέρβαση:  να υπερβούν τον παλιό εαυτό τους με τις πράξεις και τις επιθυμίες του και να ανανεωθούν και να ξαναγεννηθούν σε μια νέα πνευματική συνθήκη, το κέντρο της οποίας θα είναι η αγάπη.

Επομένως, η αγάπη δεν υπάρχει «φυσικά» εντός του ανθρώπου, όπως ας πούμε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αλλά είναι κατόρθωμα του ανθρώπου, είναι ένα αγώνισμα εναντίον της ίδιας της «φύσης» του, την οποία πρέπει να μεταμορφώσει και να προσανατολίσει διαφορετικά.

Αν αυτό δεν συμβεί, τότε τα φαινόμενα των γυναικοκτονιών και ανθρωποκτονιών θα συνεχίζονται. Γι’  αυτό οι κοινωνίες θα πρέπει να δουν σοβαρά την παιδεία των νέων, και να θέσουν ως στόχο τους μια παιδεία αγάπης, μια παιδεία σεβασμού προς τον άνθρωπο. Αυτή η παιδεία όμως δεν είναι μόνον έργο του σχολείου, όπως λανθασμένα πιστεύουμε, αλλά και της οικογένειας, της Πολιτείας καθώς και της κοινωνίας και των θεσμών και αντιλήψεών της.