Φαντάσου πως έχεις προσλάβει ένα δικηγόρο για να διεκπεραιώνει οικονομικές διεκδικήσεις κατά της περιουσίας σου. Ακολουθώντας τις συμβουλές του, έχεις ακολουθήσει μια περισσότερο από μετριοπαθή στάση έναντι των διεκδικητών, προσδοκώντας πως αυτή σου η στάση θα κατευνάσει τα πνεύματα.
Έχεις ακολουθήσει αυτή τη στάση πιστά, για πολλά χρόνια, έχοντας εμπιστοσύνη στις συμβουλές του δικηγόρου σου. Εξάλλου, εσύ, όχι μόνο δεν διεκδικείς τίποτα από κανέναν, αλλά έχεις πάει και ένα βήμα παραπέρα, παρακάμπτοντας τις δικές σου νόμιμες αξιώσεις και τις δικές τους πρότερες καταπατήσεις.
Όμως, καθώς τα χρόνια περνούν, παρατηρείς μια ξεκάθαρη τάση στη συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Η περισσότερο από μετριοπαθής στάση σου, όχι μόνο δεν τους έχει καταπραΰνει, όχι μόνο δεν τους έχει κάνει πιο διαλλακτικούς, αλλά αντίθετα, ο κατάλογος των διεκδικήσεων συνεχώς μεγαλώνει.
Η στάση τους γίνεται όλο και πιο επιθετική, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις.
Ταυτόχρονα παρατηρείς πως ο δικηγόρος σου, αντί να επανεξετάσει τη στρατηγική του, συνεχίζει, ως αν όλα πηγαίνουν όπως αρχικά σου είχε πει. Φαίνεται όμως, ότι βασικά αυτό που κάνει είναι διαρκώς να κατεβάζει τον πήχη για όλα αυτά που σου είχε πει ότι η στρατηγική του θα πετύχαινε.
Αυτό που συμβαίνει είναι, πως αυτό που μέχρι χθες το καταλάβαινες ως ταπεινωτική ήττα, σήμερα, ο δικηγόρος σου, σου τη πλασάρει ως ένα έντιμο συμβιβασμό. Το γεγονός πως οι διεκδικήσεις και η εχθρότητα της άλλης πλευράς συνεχώς αυξάνονται, σου το παρουσιάζει απλά ως «αυτά έχει η διαδικασία διαλόγου».
Στις παραπάνω παραγράφους συνοψίζεται η διπλωματική στάση απέναντι στη Τουρκία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεχώς κατεβάζουν τον πήχη, συνεχώς αιτιολογούν την διαρκώς αυξανομένη επιθετικότητα της άλλης πλευράς και αρνούνται να δουν ότι αυτή η στρατηγική δεν έχει πετύχει. Στην παταγώδη αποτυχία της στρατηγικής τους, έχουν, ουσιαστικά, ένα και μοναδικό επιχείρημα, «και τι θέλετε πόλεμο;». Ως αν να μην υπάρχει ένα μέσος δρόμος μεταξύ υποτέλειας και αδιαλλαξίας.
Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις τηρούν αυτή τη στάση; Γιατί πλέον στελεχώνονται από άτομα που έχουν εκπαιδευτεί στην ιδέα πως ό,τι ονομάζουμε εθνικό είναι στην καλύτερη περίπτωση ντεμοντέ, ή, κάτι παθολογικά επικίνδυνο και επιβλαβές.
Γιατί η υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων θα απαιτούσε τη χρήση πολιτικού κεφαλαίου με σύμμαχους και εταίρους, αλλά προτιμούν να χρησιμοποιούν το όποιο πολιτικό κεφάλαιο για δημοσιονομικού τύπου διευκολύνσεις, πιστεύοντας πως οι Έλληνες πλέον ως έθνος, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για επιδόματα παρά για εθνικά συμφέροντα.
Και γιατί επίσης, αποφεύγοντας να δημιουργούν πονοκεφάλους σε εταίρους για τα εθνικά μας ζητήματα, νομίζουν πως αυτό θα τους δημιουργήσει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες στο εξωτερικό, όταν πλέον έχει κλείσει ο πολιτικός τους κύκλος στην Ελλάδα. Άσε δε, που αισθάνονται και πιο Ευρωπαίοι (τρομάρα τους) όταν συμπεριφέρονται ως αν η Ελλάδα είναι δίπλα στο Βέλγιο και όχι στο γεωπολιτικό γκέτο των Βαλκανίων.
Είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις πως τα δελτία «ειδήσεων» απέφυγαν να παρουσιάσουν το πιο επίμαχο σημείο στις πιο πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν, όπου στο κατάλογο διεκδικήσεων πρόσθεσε και τη Θεσσαλονίκη.
Για τα ΜΜΕ όταν η αλήθεια έρχεται σε σύγκρουση με το αφήγημα/σανό, η αλήθεια πάντα χάνει. Και το αφήγημα είναι ότι η επίσκεψη Ερντογάν είναι μια ευκαιρία μήπως και καταφέρουμε και τον λογικέψουμε κάπως. Η πραγματικότητα είναι πως οι χασοδίκες που έχουν αναλάβει τις υποθέσεις μας, εντάσσουν την επίσκεψη σε μια γενικότερη προσπάθεια όπου θα μας πουλήσουν ήττες ως διπλωματικές επιτυχίες.
Η κατάσταση είναι τόσο κακή, όπου όλη στην γειτονιά έχουν καταλάβει με τι χασοδίκες έχουν να κάνουν. Η Αλβανία με μεγάλη ευκολία φυλακίζει απροκάλυπτα ομογενή χωρίς συνέπειες επί μήνες τώρα. Ενώ τα Σκόπια ανενόχλητα παραβιάζουν μια συμφωνία που ήταν ήδη απίστευτα ευνοϊκή γι’ αυτά. Όταν οι μικροί της γειτονιάς μάς έχουν ταράξει στις σφαλιάρες, με τον Ερντογάν μπορούμε να ελπίζουμε μόνο στην τύχη. —