Αυτός που είναι απάνθρωπος είναι ο ίδιος ο πόλεμος και όχι αναγκαστικά ο στρατιώτης που τον διεξάγει.   

Τι πιο επίκαιρο σήμερα από ένα μυθιστόρημα για τον πόλεμο. Ο Γαλλοσενεγαλέζος πανεπιστημιακός φιλόλογος Νταβίντ Ντιοπ δίνει λογοτεχνική φωνή στους 200.000 Δυτικοαφρικανούς που στρατολογήθηκαν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους υποχρεωτικά κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τα γαλλικά στρατεύματα, με αντάλλαγμα ανώτερο στάτους στην κοινότητά τους, χαμηλότερη φορολογία και απόκτηση της γαλλικής ιθαγένειας μετά την επιστροφή τους στην χώρα τους, όπως μας διαφωτίζει το εξαιρετικό επίμετρο της ιστορικού Έφης Γαζή.

Η μαύρη αυτή δύναμη χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα σοκ εναντίων των Γερμανών λόγω της μαχητικότητάς της και της  ψυχολογικής της διασύνδεσής με ρατσιστικά στερεότυπα όπως η αγριότητα, η υπέρμετρη αγάπη για το αίμα και η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα.

Έτσι στο μυθιστόρημα «Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα» βλέπουμε δύο εικοσάχρονους Σενεγαλέζους τυφεκιοφόρους της πρώτης γραμμής, τον Αλφά Ντιάγε και τον Μαντέμπα Ντιοπ να μάχονται με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, ώσπου ο δεύτερος τραυματίζεται από μία οβίδα.

Καθώς πεθαίνει ανάμεσα στα σκόρπια σπλάχνα του μέσα σε αφόρητους πόνους, παρακαλεί και μάλιστα τρεις φορές τον αδερφικό του φίλο Αλφά να τον αποτελειώσει. Εκείνος όμως στο όνομα κάποιων ιδιότυπα ανθρώπινων και θεϊκών νόμων της φυλής του, αρνείται, με αποτέλεσμα ο Μαντέμπα να ξεψυχήσει αργά και βασανιστικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο εναπομείνας ζωντανός Αλφά τρελαίνεται από τύψεις και ντροπή.

Και έτσι ο κεντρικός ήρωας βυθίζεται στην κτηνωδία, γίνεται απάνθρωπος, μια μηχανή θανάτου, που ζητώντας εκδίκηση για τον θάνατο του συμπατριώτη του, επιδίδεται σε πολεμικές εξορμήσεις στα χαρακώματα του εχθρού για να επιστρέφει συστηματικά πίσω στους δικούς του, με λάφυρο το κομμένο χέρι του εκάστοτε θύματός του.

Αυτό οδηγεί ακόμη και τους συντρόφους του να μην τον καταλαβαίνουν, να τον φοβούνται, να τον θεωρούν ακόμη και ως έναν στρατιώτη μάγο. Όπως είναι επόμενο απομονώνεται, είναι πλέον ένας ανεπιθύμητος.

«Ναι, το κατάλαβα, μα τον αληθινό Θεό, ότι στο πεδίο της μάχης χρειάζονται μόνο την πρόσκαιρη τρέλα. Τρελούς από λύσσα, τρελούς από πόνο, τρελούς από οργή, αλλά προσωρινά. Όχι συνέχεια τρελούς. Όταν τελειώνει η επίθεση, πρέπει να παραμερίζεις τη λύσσα σου, τον πόνο σου και την οργή σου.

Ο πόνος επιτρέπεται, μπορεί κανείς να τον έχει μαζί του, με τον όρο να τον κρατάει για τον εαυτό του. Αλλά η λύσσα και η οργή δεν πρέπει να έρχονται πίσω στο χαράκωμα. Πριν επιστρέψεις, πρέπει να βγάλεις από πάνω σου τη λύσσα και την οργή σου, πρέπει να απογυμνωθείς απ’ αυτές, αλλιώς δεν παίζεις το παιχνίδι του πολέμου. Η τρέλα, μετά το σφύριγμα του λοχαγού που σημαίνει την οπισθοχώρηση, είναι ταμπού».

Υποχρεωτικά λοιπόν πίσω στα Μετόπισθεν για έναν μήνα, αφού θεωρείται persona non grata στο πεδίο της μάχης, από μανιασμένος άγριος που έχει χάσει την ταυτότητά του, μέσα από την περιπλάνησή του στις αναμνήσεις του απ’ το χωριό του, συντροφιά με την ιστορία του πατέρα και της μάνας του, την ιστορία του πρώτου του έρωτα, την ιστορία της φιλίας του με τον αδικοχαμένο Μαντέμπα, ανακαλύπτει ξανά τον πυρήνα της ύπαρξής του, επιβεβαιώνοντας την άποψη του συγγραφέα ότι «Αυτός που είναι απάνθρωπος είναι ο ίδιος ο πόλεμος και όχι αναγκαστικά ο στρατιώτης που τον διεξάγει».

Το βιβλίο τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt των μαθητών λυκείου και το βραβείο Strega Europeo. Ένα αντιπολεμικό πόνημα, σε καιρούς πολέμου.

 

*Η Μαρία Βρέντζου είναι δικηγόρος