Την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στις 7 μ.μ. στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο της Ιεράς Μητροπόλεως (στο Αρκαλοχώρι) παρουσιάζεται το βιβλίο της Άννας Μανουκάκη – Μεταξάκη «Από την Μικρασία στην Κρήτη. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙ». (Το βιβλίο εκδόθηκε με την χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την υποστήριξη της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας και του Συλλόγου Αλατσατιανών Νομού Ηρακλείου).
Το βιβλίο παρουσιάζει αυθόρμητες μαρτυρίες 27 ανθρώπων (7 γυναίκες και 20 άνδρες), που έζησαν τις δύσκολες μέρες της Μικρασιατικής καταστροφής, τον ξεριζωμό των Ελλήνων και την εγκατάστασή τους στις νέες πατρίδες. Είναι μαρτυρίες ανθρώπων απλών και ταπεινών, που μεταφέρουν με απλά λόγια τον πόνο, τα βάσανα και την ανείπωτη πίκρα για τον διωγμό, καθώς και την νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες.
Πριν από τις μαρτυρίες η συγγραφέας δίνει συνοπτικά, αλλά με επιστημονική σαφήνεια το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Αρκαλοχώρι και τα γύρω χωριά, τόπο υποδοχής των προσφύγων. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο κλίμα του Μεσοπολέμου και στα γεγονότα των δύο Διωγμών (1914 και 1922). Περιγράφει τις χαμένες πατρίδες, τους τόπους όπου ζούσαν και ευημερούσαν οι πρόσφυγες, σκιαγραφεί τη ζωή σε αυτές, για να συγκριθεί με τις συνθήκες που βίωσαν με την αναγκαστική άφιξή τους στην Ελλάδα.
Ακολουθεί η παρουσίαση των ανθρώπων που κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους, κατατοπίζοντάς μας για το ποιοι ήταν αυτοί και μετά παραθέτει τις ίδιες τις μαρτυρίες χωρίζοντάς τις σε ενότητες. Τρεις μαρτυρίες είναι ανθρώπων που δεν ήταν πρόσφυγες, αλλά ζούσαν στο Αρκαλοχώρι εκείνη την εποχή και οι μνήμες για την άφιξη είναι συγκλονιστικές. Δέκαεννιά είναι προσφύγων του διωγμού, που ήρθαν χωρίς να έχουν τίποτα μαζί τους και τέσσερις ανθρώπων που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Από εδώ και πέρα σταματά η ιστορική αφήγηση και παίρνουν τη σκυτάλη τα ανθρώπινα βάσανα. Ο πόνος και η πίκρα για τις χαμένες πατρίδες, τα σπίτια, τις περιουσίες και πιο πολύ για τους χαμένους ανθρώπους, τους αγαπημένους συγγενείς και φίλους που δεν θα ξαναδούν ποτέ. Όμως, τους κρατά ζωντανούς και τους δίνει κουράγιο η ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουν, αργά ή γρήγορα. Μια ελπίδα που σύντομα θα αρχίσει να ξεθωριάζει, μέχρι που θα σβήσει εντελώς.
Και μαζί με τα βάσανα που είχαν ήδη βιώσει, αρχίζουν νέα στους νέους τόπους. Η προσπάθεια να ριζώσουν είναι κοπιαστική. Πρέπει να προσαρμοστούν, για να αποκτήσουν νέα πατρίδα, πράγμα που δεν είναι εύκολο.
Τα λίγα στρέμματα που θα πάρουν θέλουν πολλή δουλειά. Πρέπει να ξεχερσωθούν, να οργωθούν, να λιπανθούν, να φυτευτούν ή να σπαρθούν. Τα τουρκόσπιτα, στα οποία θα μείνουν, θέλουν και αυτά πολλή δουλειά, για να γίνουν κατοικήσιμα. Όμως τα εφόδια είναι λίγα και οι δυσκολίες πολλές. Υπάρχουν ηλικιωμένοι, παιδιά, άνθρωποι που δεν μπορούν να δουλέψουν.
Αν τους έβλεπε τότε κάποιος σύγχρονος άνθρωπος, θα προέβλεπε ένα ζοφερό μέλλον γι’ αυτούς. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι μεγαλούργησαν. Σιγά – σιγά, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, όχι μόνο προσαρμόστηκαν, αλλά η προσπάθειά τους άνθισε. Δημιούργησαν καινούργια σπίτια και περιουσίες. Έγιναν πολύτιμα μέλη των κοινωνιών, στις οποίες μπήκαν.
Οι ντόπιοι τους δέχτηκαν θετικά. Χωρίς να αγνοήσουμε κάποιες λίγες εξαιρέσεις (κυρίως κτηνοτρόφων που ήθελαν να κρατήσουν τα τούρκικα κτήματα ως βοσκοτόπια), η πλειοψηφία των γηγενών δέχτηκε με ευμένεια τους νέους «χωριανούς» και τους βοήθησε.
Όμως η ευγένεια και η βοήθεια που τους έδωσαν δεν έμεινε χωρίς ανταπόδοση. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους, μαζί με τα λίγα εφόδια, πολύτιμες γνώσεις, που άλλαξαν την εικόνα της υπαίθρου της περιοχής. Όλοι τους ήταν αγρότες και ήξεραν να δουλεύουν τη γη. Ειδικά στον τομέα της καλλιέργειας καπνών και σουλτανίνας, που ήταν άγνωστη στο Αρκαλοχώρι και στα γύρω χωριά.
Αλλά δεν έφεραν μόνο τις αγροτικές γνώσεις. Μαζί τους είχαν φέρει τις αξίες, τον πολιτισμό και τα ήθη και έθιμα που είχαν δημιουργήσει στις υπέρ χιλιόχρονες πατρίδες. Και αυτά τα κράτησαν σαν πολύτιμα κειμήλια και τα μπόλιασαν με αυτά των ντόπιων. Σιγά – σιγά με τη συμβολή των προσφύγων, αλλά και των παλαιότερων κατοίκων, μια νέα, καλύτερη κοινωνία δημιουργήθηκε.
Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, φτωχοί και απελπισμένοι στην αρχή, έγιναν πολύτιμα μέλη της κοινωνίας που τους δέχτηκε. Γνήσιοι Έλληνες, που έδεσαν με αυτούς της Κρήτης και αγάπησαν τη νέα τους πατρίδα, όπως και αυτή που έχασαν.
Αυτό το απέδειξαν πολύ γρήγορα με τη συμβολή τους στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις του Μεσοπολέμου, όσο και με τη συμμετοχή τους στη μάχη της Κρήτης και στην Εθνική Αντίσταση, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Μια συμμετοχή, που την πλήρωσαν με πολλές θυσίες και αίμα.
Όλα αυτά περνάνε με απλά, ανεπιτήδευτα λόγια, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Όμως δεν σταματάει εδώ. Ακολουθούν δύο πολύτιμα κείμενα. Το ένα είναι ένα άρθρο της συγγραφέως για την παρουσίαση του βιβλίου «Νουρεντίν», που δείχνει την πολιτιστική δυναμική των Μικρασιατών. Το δεύτερο είναι μία σπουδαία πρωτογενής πηγή, τμήμα του αδημοσίευτου ημερολογίου του Γ. Κρασανάκη, κατοίκου του χωριού Αλιτζανή.
Τα όσα αναφέραμε καθιστούν το βιβλίο ένα πολύτιμο βοήθημα για όσους θέλουν να γνωρίσουν την πρόσφατη ιστορία του Αρκαλοχωρίου και των χωριών του, ενώ η διάσωση ιστορικών στοιχείων μέσα από πρωτογενείς πηγές, τις αδημοσίευτες συγκλονιστικές μαρτυρίες απλών ανθρώπων, κατοίκων του τόπου μας, συμβάλλει στην διατήρηση της συλλογικής μνήμης και αποτελεί το εφαλτήριο για παραπέρα μελέτη της τοπικής ιστορίας, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Κρήτης.
του Γιώργου Κουτεντάκη