Πριν από λίγες μέρες  επισκέφθηκα στο χωριό του τον Αριστόδημο, γέροντα, παλιό φίλο και συνάδελφο, που ήταν στα τελευταία του. Πρωί έφτασα. Κι όταν με είδε, ενθουσιάστηκε. Βρήκε το κουράγιο και για λίγο μου μίλησε. Μου έλεγε.

– Στην ζωή μας περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια… Και στο τέλος μάς περιμένει τρομερός, αδυσώπητος ο θάνατος. “Χέπι εντ” στην ζωή δεν υπάρχει.

Μετά από τα λόγια αυτά ηρέμησε. Και το απόγευμα της ίδιας μέρας “εκοιμήθη”. Είναι τρομερό να πεις “πέθανε”. Την άλλη μέρα τον κηδέψανε. Στην εκκλησία του χωριού τον επικήδειο εκφώνησε ο Διονύσης, γέροντας, παλιός δάσκαλος κι αυτός. Μας συγκίνησε και όλοι δακρύσαμε. “Τι ωραίος επικήδειος!” άκουσα να λένε. Η ομορφιά στην λύπη και στο κλάμα. “Ναι, μπορεί και η λύπη να είναι ωραία και να σε ενθουσιάζει. Και να την απολαμβάνεις” σκεφτόμουν εγώ.

Καλό σου ταξίδι, Αριστόδημε. Δεν θα σε ξαναδούμε πια.  Όταν γύρισα πάλι στο σπίτι μου, η γυναίκα μου με ρώτησε από τι πέθανε ο Αριστόδημος, “Από καρκίνο” της απάντησα. Και ύστερα κάθισα και άρχισα να  μετρώ πόσοι παλιοί μου συνάδελφοι έχουν ήδη πεθάνει. Πόσο ο αριθμός τους μεγαλώνει!