Στις παρυφές των Αγράφων, μετά την Πύλη και την Ελάτη, είχα την τύχη να γνωρίσω μια οικογένεια που ξεκαλοκαίριαζε σε μία απομονωμένη στάνη σε υψόμετρο 1.240 μέτρων.

Βρισκόμασταν για τα καλά μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από ψηλά έλατα, ενώ ο μικρός οικισμός του προορισμού μου απλωνόταν σε μερικά παραπήγματα στην άκρη ενός απέραντου ανοιχτοπράσινου λιβαδιού μέσα στο λιτό, πλατύ και φιλόξενο ξέφωτο του δρυμού.

Κατά την ανάβαση, η θέα και μόνο των ελάτων μου πήρε την ανάσα κι ένιωσα όχι μόνο ριγμένος απλά μέσα στον κόσμο, μα και ευλογημένος αντίστοιχα που είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια τέτοια χώρα και να έχω αποκομίσει ταυτόχρονα και με πολύ πόνο και κόπο τα κατάλληλα για τον εαυτό μου μάτια ώστε τελικά να μπορέσω να τη δω και να την ξανασυναντήσω.

Αλλά όμως διαπίστωσα και κάτι άλλο: εκεί πάνω οι άνθρωποι της υπαίθρου αρθρώνουν μια σκέψη διαφορετική και πλήρη, καθώς έχουν ήδη ανεπτυγμένη μια γηγενή, πρακτική θεωρία για τη βαρύτητα λ.χ. που δεν έχει καθόλου να κάνει με τις επινοήσεις των Δυτικών και την προσκείμενη σ’ αυτές Νευτώνεια μηχανική. Υπάρχει κάτι σαν κληροδοτημένη σκέψη σε αυτά τα βουνά. Μία σκέψη και μία αρετή που κυλά όμορφα και ως το τέλος, καθώς ποτάμι της ζωής που δεν αναρωτιέται για την κοίτη του ή για οποιαδήποτε παράταιρη «φουσκονεριά». Παρά μονάχα ρουφά το δώρο που του παρέχουν οι πηγές του και κάθε μικρό ρυάκι μέσα στο απαλό φως της νύχτας.

Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, όπως και τόσοι άλλοι σε άλλα μέρη της Ελλάδας, συνδυάζουν την ερμηνεία του βαρυτικού φαινομένου με δύο έννοιες που αναμφίβολα τις θεωρούν διακριτές μεταξύ τους: την έννοια του βάρους και την συνακόλουθη έννοια της ελαφρότητας. Αυτές οι δύο έννοιες ανάγονται πίσω μακριά, στα χρόνια του Πλάτωνα, και θα μπορούσε να πει κανείς χωρίς να σφάλλει ότι πρόκειται για «ιδέες» στις οποίες μετέχουν τα σώματα, ανάλογα με τις ιδιότητές τους, τα χαρακτηριστικά δηλαδή που μπορούν και αρκούν για να τα περιγράψουν. Ένα σώμα θεωρείται για παράδειγμα βαρύ, όταν μετέχει στην ιδέα του βάρους και αντίστοιχα ελαφρύ, όταν μετέχει στην ιδέα της ελαφρότητας.

Είναι κάτι το συγκλονιστικό, το να διαπιστώνει κανείς μέσα από διαλόγους και περιγραφές, το πόσο συγκλίνει η αρθρωμένη πια – και κυρίως βιωμένη – σκέψη αυτών των ανθρώπων με τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. Κι όλο αυτό μετά από δυόμισι περίπου χιλιάδες χρόνια, εδώ, ναι εδώ, στον ίδιο λίγο-πολύ τόπο. Όμως, αυτή η αρθρωμένη πια σκέψη των γηγενών, φέρνει εκτός από τις ιδέες ως επιστάτη της πραγματικότητας –ας το πούμε έτσι- και την αριστοτελική έννοια της κίνησης: θεωρούν δηλαδή ότι η κίνηση κάποιου σταθερού αρχικά σώματος είναι αυτή που καθορίζει και την ποσότητα βάρους ή ελαφρότητάς του αντίστοιχα: όταν κινείται κάτι, είναι ταυτόχρονα και πιο ελαφρύ.

Ενώ όταν παραμένει ακίνητο, το αρχικό του βάρος που το χαρακτηρίζει, παραμένει σταθερό και αμετάβλητο. Μ’ έναν ορθολογικά μαγεμένο τρόπο, το βάρος και η ελαφρότητα γίνονται μεγέθη διακριτά μεταξύ τους, και η κίνηση είναι αυτή που επιφέρει το ποσοστό μετοχής κάθε σώματος στις δύο παραπάνω έννοιες αντίστοιχα. Αυτό είναι κάτι που μπέρδευε κατά πολύ τους διανοούμενους λόγιους της μεσαιωνικής Δύσης και κάτι που έλυσε τελικά ο Γαλιλαίος, εισάγοντας ακριβώς την έννοια της επιτάχυνσης, του ρυθμού μεταβολής δηλαδή της ταχύτητας, στηριγμένος σε κάποιο περίφημο σφάλμα της αριστοτελικής λογικής που αναζητούσε την ερμηνεία της κίνησης των σωμάτων με βάση μονάχα την έννοια της ταχύτητας.

Και εκεί, στις παρυφές των Αγράφων, συνέλαβα την ιδέα ότι εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, οι θεωρίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη περνούσαν διά μέσου της προφορικής παράδοσης εκλαϊκευμένες και πρακτικοποιημένες από γενιά σε γενιά. Ανατριχιαστικό.

*Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι Κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας