Όπως έγραψα στο προηγούμενο κείμενο ο παππούς ο Λευτέρης ήταν ψαράς, το ίδιο κι ο πατέρας μου, (αργότερα λιμενεργάτης) ένα μικρό καΐκι όχι τίποτε άλλο, τόσο να χωρεί – πέντε έξι τζιμες δίκτυα, δυο τρεις κοφίνες παραγάδι -και τέσσερα άτομα. Προμήθειες για φαγητό, καμιά ντομάτα, ελιές, λαδί παξιμάδι και μπόλικα κρεμμύδια για την κακαβιά.
Εβδομάδες στα ανοιχτά με κουπί και ένα πανί από Ηράκλειο Ντία, Χερσόνησο Μάλια, Σείσι μέχρι Άγιο Νικόλαο. Έρημες τοποθεσίες τότε, χωράφια με πατάτες και χαρουπιές, κανένα μικρό αμπελάκι που και πού και μεγάλες εκτάσεις με μποστονικά…
Ούτε ξενοδοχεία, ούτε σπίτια, ούτε τόποι αναψυχής.Τις ψαριές τις πουλούσαν στους «μεγαλομπακάληδες» που αυτοί με τη σειρά τους στους καταναλωτές της περιοχής.
Λεφτά έπαιρναν πάντα την δεύτερη παράδοση, μια που η πρώτη ήταν βερεσέ.
Όταν γύριζαν πλέον Ηράκλειο μετά από μια ή και δυο κουραστικές εβδομάδες στο πέλαο, ξεκαθάριζαν τα σκάρτα, να τα φέρουν σπίτι και τα πρώτα να τα πουλήσουν στην αγορά, να βγει το μερτικό, να ‘χουμε πανηγύρι στο σπίτι.
Βάρια δουλειά, δύσκολη, γεμάτη κακουχίες, μα πόση χαρά και ανακούφιση στο σπίτι, να βλέπουμε τον πατέρα μας να σηκώνει το μπατζάκι, να καθαρίζει τα ψάρια, να με στέλνει στη γειτονιά, να μαζέψω τις τσανάκες, να μοιράζει ψάρια τζάμπα!
Ερχόταν Χριστούγεννα, πολλές φορές η φουρτούνα δεν άφηνε να βγουν τα καΐκια έξω. Άντε βερεσέ απ’ τον μπακάλη, τον χασάπη, τον φούρναρη.
Πότε θα ξοφλήσεις κυρ Μητσο? Άσε νάρθουν τα Φωτά, είναι γιορτή στο λιμάνι, κατεβαίνει ο κόσμος, όλοι θέλουν βαρκάδα, βγαίνει καλό μεροκάματο, όλοι θα ξοφληθείτε.
Κι ερχόταν τα Φώτα, κοσμογονία, όλο το Ηράκλειο, από την Αγία Τριάδα, του Μπρούμη τον Πόρο ,την τρυπητή, τον Κατσαμπά, την Αλικαρνασσό. Φτωχές οικογένειες χαρούμενες παιδικές φωνές, όλοι ντυμένοι στα καλά τους. Παιδιά κι εμείς με τα καλά μας να κατέβουμε από την τρυπητή, με τα ξαδέλφια και τις μανάδες μας, αφού οι άντρες της οικογένειες, ήταν από νωρίς στο ψαροκάικο του παππού.
Να βγεί το σκληρό μεροκάματο. Ακόμη θυμάμαι τον παππού με τα ροζιασμένα χέρια να κρατεί το τιμόνι και να δίνει οδηγίες και τον πατέρα μου με τους δύο γαμπρούς του να τραβάνε κουπί, χειμώνας και ο ιδρώτας να τρέχει, στα μπράτσα τα γεμάτα δύναμη και στο ξερό τους πρόσωπο από την αλμύρα και τον ήλιο.
Κι όταν ερχόταν η ακολουθία να ρίξει το σταυρό, μπροστά τα εξαπτέρυγα η εκκλησία μαζί με την εξουσία και πίσω οι πιστοί. Η πομπή κατέβαινε από τον Αγιο Τίτο την 25η Αυγούστου, έστριβε δεξιά στην παραλιακή και κατέληγε στο μόλο του Λιμεναρχείου, στο έμπα δηλαδή του Ενετικού Λιμανιού, απέναντι από τον Κούλε.
Τα δεκάδες, ψαροκάικα σημαιοστολισμένα με πολύχρωμες σημαίες, να κάνουν κύκλο για να πέσουν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό και μετά γεμάτα κόσμο να πηγαινοέρχονται για μια βόλτα στο λιμάνι, να περάσουν τα «σαράντα κύματα» αγιασμένα πια από το πριν ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα.
Να σφυρίζουν δυνατά τα καράβια που ήταν στο λιμάνι, να ανάβουν οι φωτοβολίδες και τα βεγγαλικά, να αγκαλιάζονται οι άνθρωποι να λεν χρόνια πολλα,ενώ το – “εν Ιορδάνοις βαπτιζόμενου σου Κύριε” – να ακούγεται από τα μεγάφωνα σαν λαϊκό τραγουδι. Να πάρει από τα χείλη τον πόνο των φτωχών και των πονεμένων. Γιορτή, πραγματική γιορτή, όπου συμμετείχε ο κόσμος, με γέλια, χάρες, όλοι ντυμένοι στα καλά τους.
Να πάρουν το δρόμο της επιστροφής και να γεμίζουν τα τρία λαϊκά καφενεδάκια που ήταν στην αρχή της 25ης Αυγούστου, να μυρίζουν τα τηγανιτά κεφτεδάκια, τα τηγανιτά ψάρια και δώσου η ρετσίνα με το κρασί να ρέουν άφθονα. Καλές οικογενειακές σχέσεις είχαμε με τον συχωρεμένο τον Σταύρο Λυγερό, με το πρώτο καφενεδάκι αριστερά μετά τα σκαλάκια.
Λιμενεργάτης που τον απόλυσαν μαζί με τον Γιώργο τον Γωνιά συνδικαλιστές κομμουνιστές που τους πέρασαν και κάποια χλωμά φεγγάρια στην Μακρόνησο, μπας και ανανήψουν. Εκεί πηγαίναμε κι εμείς ολόκληρη κουστωδία με τις μυρουδιές να σπάνε τη μύτη ξέροντας πως η επόμενη φορά που θα έχουμε έξοδο ξανά, ίσως Τσικνοπέμπτη ή απόκριες.
Αυτά θυμόμουν με συγκίνηση και είπα να κατέβω μια βόλτα να δω το έθιμο μετά από πολλά χρόνια.
Μεγάλη απογοήτευση, το λιμάνι αστολιστο, τα ψαροκάικα δεμένα, και εκεί που θα έπεφτε ο σταυρός, μια μικρή εξέδρα με κάποια μεγαλύτερα σκάφη αναψυχής, τα μικρά ψαροκάικα δεμένα στα καραβοστάσια τους, δεν έκαναν τη βόλτα για τα σαράντα κύματα, ένα όμορφο έθιμο που κι αυτό με το πέρασμα του χρόνου ξεπεράστηκε.
Τα λαϊκά καφενεδάκια δεν υπάρχουν πια, έγιναν τουριστικές ταβέρνες και η 25η Αυγούστου, ένα πανηγύρι με αναμνηστικά για τουρίστες.
Θύμα των καιρών και αυτό το τόσο όμορφο λαογραφικό έθιμο, όπως και τόσα άλλα.
Θύμα της άπατης και της αυταπάτης μια κοινωνίας που φθίνει και εκφυλίζεται, μέχρι να έρθει η ώρα να την ανατρέψουμε. Λαός χωρίς λαϊκές παραδόσεις λαϊκό πολιτισμό και λαϊκή κληρονομιά, είναι λαός χωρίς μέλλον.
Χρόνια πολλά σε όλες και όλους, με υγεία, ειρήνη, φιλία, αλληλεγγύη, αλλά πάνω απ όλα, λαϊκή ενότητα και πάλη για τις μεγάλες ανατροπές που έρχονται!