Η θεία Πολυξένη, ανύπαντρη Μικρασιάτισσα, ζει μόνη της. Από τα νιάτα της ήταν κάπως παράξενη. Από μικρή δεν έβλεπε καλά. Και στην γειτονιά ήταν γνωστή με το όνομα η Γκαβή. Τα παιδιά την κορόιδευαν με το παρατσούκλι αυτό και θύμωνε πολύ.
Όμως στα γεράματά της παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Τελευταία δεν βλέπει καθόλου καλά. Παρόλα αυτά βγαίνει και περπατά στον δρόμο άσκοπα μόνη της και παραμιλεί. Λέει τα βάσανά της στον εαυτό της, να μην τα ακούει κανείς. Έχει έναν ανεψιό από την αδερφή της την Ιφιγένεια. Νίκο τον λένε, παλικάρι όμορφο, ευγενικό και σεμνό. Τον αγαπά πολύ. “Καλότυχη” μουρμουρίζει η θεία Πολυξένη “όποια τον παντρευτεί”. Η ίδια τον φωνάζει όχι Νίκο, αλλά Νικόλαο, όπως φώναζαν παλιά στην Σμύρνη τον προπάππο της, που ήταν άνθρωπος σπουδαίος.
Η θεία Πολυξένη φοβάται πολύ τους πεθαμένους. Μπροστά από σπίτι, στο οποίο ξέρει ότι έχει πεθάνει άνθρωπος, ποτέ της δεν περνά. Ούτε μπροστά από κολόνες που έχουν κολλημένα αγγελτήρια θανάτου. Στρίβει από αλλού. Ιδίως φοβάται την νύχτα που είναι μόνη στο σπίτι. Στης αδερφής της, της Ιφιγένειας, δεν πηγαίνει, γιατί το πίσω μέρος του σπιτιού τους βλέπει στο νεκροταφείο. Την νύχτα μάλιστα από το παραθυράκι της κουζίνας τους φαίνονται τα αναμμένα καντηλάκια των πεθαμένων, πράγμα τρομερό για την θεία Πολυξένη. Μια μέρα διαμαρτυρήθηκε στον ανεψιό της.
-Πού βρήκαν και το αγόρασαν οι γονείς σου αυτό το σπίτι! Κολλητά στο νεκροταφείο… Να μην μπορώ να επισκεφθώ την Ιφιγένεια, την αδερφή μου…
Και ο Νίκος γελώντας της απάντησε.
-Θεία, οι πιο ακίνδυνοι απ’ όλους στον κόσμο είναι οι πεθαμένοι. Κανένα κακό δεν μπορούν να σου κάνουν. Γιατί τους φοβάσαι;
Η θεία Πολυξένη, που και στο άκουσμα της λέξης πεθαμένος ανατρίχιαζε, απάντησε.
-Μη γίνεσαι θρασύς, Νικόλαε! Πιο άσχημο, πιο τρομερό, πιο φοβερό πράμα από τον θάνατο, στον κόσμο δεν υπάρχει. Και άρχισε να κλαίει. Και τότε ο Νίκος, για να αλλάξει κουβέντα, παρατήρησε.
-Θεία, γιατί έχεις τυλίξει με γάζα το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού σου;
Και εκείνη δακρυσμένη του εξήγησε.
-Στο πεζοδρόμιό μας από κάτω είχαν τοποθετήσει ανάγλυφες πλάκες, βοήθεια για τους στραβούς, σαν κι εμένα, που δεν βλέπω καθαρά, για καθοδήγηση, να μην μπερδεύονται. Αλλά μια μέρα ήρθαν εργάτες από τον Δήμο, έσπασαν τις ανάγλυφες πλάκες, έσκαψαν και έκαναν κάποια δουλειά. Και ύστερα σκέπασαν τον λάκκο και από πάνω έβαλαν κοινές πλάκες, που εξέχουν και περπατώντας σκοντάφτουν ακόμη και αυτοί οι οποίοι έχουν μάτια που βλέπουν, όχι μόνο οι αόμματοι… Τέτοια αδιαφορία. Εκεί σκόνταψα…
Με τα δάκρυα είχαν θολώσει εντελώς τα μάτια της. Δεν έβλεπε καθόλου.
Έψαχνε με τα χέρια της στον καναπέ να προσανατολιστεί. Και ο ανεψιός της την λυπήθηκε. Μετανιωμένος, πήγε κοντά της, κάθισε δίπλα της, χάιδεψε τα άσπρα μαλλιά της- πάντοτε φρεσκολουσμένα, στην καθαριότητα ήταν υποχόντρια- και της είπε.
-Συγγνώμη, θεία.