Τα ερωτήματα που υπήρχαν μέχρι πρόσφατα σχετικά με τις προθέσεις των κυβερνώντων για τις εκλογές ήταν δύο: τι θα μηχανευτούν ως διακύβευμα και αν θα υπάρξει το μοιραίο, δηλαδή μη αναστρέψιμο, λάθος, που θα ανατρέψει τον σχεδιασμό τους.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, είναι πια βέβαιο ότι είχαν δύο όπλα στη φαρέτρα τους: την επίλυση του Σκοπιανού και την υπόθεση Novartis. Βλέποντας όμως τον όγκο του αθηναϊκού συλλαλητηρίου της 4/2/18, κατάλαβαν ότι το πρώτο σχέδιο δεν θα τους απέφερε ψήφους και έτσι επιτάχυναν την υλοποίηση του δεύτερου σχεδίου.
Είναι πια πασίγνωστο ότι η κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα δόθηκε την ημέρα του συλλαλητηρίου. Σχολιάζοντας τις εξελίξεις ο Παναγιώτης Πικραμμένος, τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός για 34 ημέρες, τέως πρόεδρος του ΣτΕ και νυν κατηγορούμενος για δωροληψία, παθητική δωροδοκία και απιστία, δήλωσε τα εξής: «Έχουμε σύμπλευση της κυβέρνησης με τη δικαστική εξουσία, κατά το πρότυπο της Πολωνίας».
Αφήνοντας κατά μέρος τις περίεργες χρονικές και άλλες συμπτώσεις και το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι αυστηρές προβλέψεις του άρθρου του συντάγματος περί ευθύνης υπουργών και του νόμου για τους προστατευόμενους μάρτυρες, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν η δικαστική εξουσία να έδωσε το καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα σε άτομα που δίνουν καταθέσεις βασιζόμενες στον εξής αριστοτελικό, αλλά καφενειακού τύπου, συλλογισμό: «όσοι έχουν εξουσία τα παίρνουν· αυτοί ήσαν τότε στην εξουσία· άρα πρέπει να τα πήραν».
Υπάρχει πολιτική εξήγηση βέβαια, γιατί επελέγησαν τέτοιες καταθέσεις και γιατί οι μάρτυρες έλαβαν το εν λόγω καθεστώς. Ο γκεμπελικός κυβερνητικός νους σκέφτηκε ότι για τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων οι κουβέντες του καφενείου συνιστούν αδιαμφισβήτητες αλήθειες.
Έτσι οι κυβερνώντες θα μπορούσαν να κρατήσουν σε δικαστική ομηρεία τους πολιτικούς αντιπάλους και τα κόμματά τους μέχρι τις εκλογές, να τους παρουσιάσουν ως «εγκληματική οργάνωση» που δήθεν απειλούσε την ασφάλεια των μαρτύρων, και ταυτόχρονα να αποσπάσουν την προσοχή του κόσμου από δυσάρεστα μέτρα και αποφάσεις.
Έσπευσαν λοιπόν περιχαρείς στον Άρειο Πάγο την επομένη του συλλαλητηρίου, για να βεβαιωθούν ότι το σατανικό σχέδιό τους είχε ολοκληρωθεί και άρχισαν να κάνουν θριαμβευτικές δηλώσεις. Στην πορεία όμως θυμήθηκαν ότι τα υποτιθέμενα αδικήματα είχαν παραγραφεί και κατάλαβαν ότι οι ασυναρτησίες των μαρτύρων δεν θα είχαν καμιά τύχη σε ένα δικαστικό έλεγχο.
Κινδυνεύει έτσι το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως τους ελληνικού κράτους» να καταλήξει σε κυβερνητικό Βατερλώ ως προς την έκβασή του και ενδεχομένως να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι δηλαδή πρόκειται για τη μεγαλύτερη σκευωρία, αφού ενέπλεξε σε έωλες κατηγορίες περί χρηματισμού δύο πρώην πρωθυπουργούς και οκτώ πρώην υπουργούς. Αν δεν γνώριζα την ικανότητα της κυβερνώσας Αριστεράς να επιπλέει ακόμη και στον βούρκο, θα ορκιζόμουν ότι διέπραξαν το μοιραίο λάθος.
*Ο Μιχάλης Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Φιλολογίας στο Ρέθυμνο