Του Μανώλη Ροδιτάκη
Ναι, φίλε αναγνώστη, θα ήθελα να κλάψω, να κλάψω πολύ, τώρα που δεν ντρέπομαι, γιατί γέρασα και η μακαρίτισσα μάνα μου δεν μπορεί πια να με μαλώσει σαν τότε, που ήμουνα μικρό παιδί και, όταν πήγαινα για οποιοδήποτε λόγο να κλάψω, με προλάβαινε πάντα λέγοντάς μου με ύφος σοβαρό ή και αυστηρό: “Μανώλη, δεν είπαμε πως οι άνδρες δεν κλαίνε;” Και όταν κάποτε τόλμησα να τη ρωτήσω “ποιοι τέλος πάντων κλαίνε, μάνα;” μου απάντησε με το ίδιο σοβαρό ύφος: “Τα μωρά, παιδί μου, οι γυναίκες και οι γέροι καμιά φορά”. Από τότε δεν ξανάκλαψα φανερά ούτε σαν παιδί ούτε σαν έφηβος ούτε σαν νέος ούτε σαν άνδρας· ντρεπόμουνα· κρυφά όμως έκλαιγα πολλές φορές στη ζωή μου όταν δεν με έβλεπε κανείς, παρά μόνο ο εαυτός μου και οι στιγμές μού το επέβαλλαν. Τώρα όμως, που γέρασα, μπορώ να κλαίω φανερά κι όσο θέλω, χωρίς να ντρέπομαι πια.
Θα ‘θελα λοιπόν να κλάψω πολύ, να κλάψω μέρες, να κλάψω εβδομάδες, να κλάψω μήνες… μέχρι να στερέψω από δάκρυα και πόνο. Να κλάψω για τον τόπο αυτό, που τον βλέπω να χάνεται, για τον λαό αυτό, τον ένδοξο και μοναδικό, του οποίου είμαι μέλος και εγώ. Να κλάψω γι’ αυτή τη χώρα την πολύπαθη και δοξασμένη πατρίδα, τη γριά αλλά πανέμορφη που έφτιαξε ο Θεός, για να τη δώσει στον λαό που από παλιά ξεχώρισε και ιδιαίτερα αγάπησε· που αγάπησε την ιστορία του και προπάντων τη γλώσσα του, τη σοφία του, τις πανανθρώπινες αξίες του και τις ιδέες του, τις αρετές και τα ιδανικά του, ακόμη και την πίστη του σε ψεύτικους μεν θεούς αλλά ιδεατούς και ανθρωπόμορφους, για τους οποίους έκτισε πανέμορφους ναούς και αναρίθμητους βωμούς ακόμη και για τον άγνωστο θεό, τον ξεχασμένο αλλά αληθινό… Τον λαό που άντεξε τετρακόσια χρόνια αφόρητης σκλαβιάς και καταπίεσης από βάρβαρα και αλλόθρησκα αφεντικά και δεν αλλοξοπίστησε. Αυτό τον ανεπανάληπτο σε αξία λαό, στον καιρό μας, πουλημένα και χωρίς τσίπα ντροπής, ντόπια και ξένα αφεντικά κατάντησαν λαό σκύλων. Και τι σημαίνει “λαός σκύλων”;. Οι περισσότεροι ξέρουμε: Οι σκύλοι που δεν έχουν αφεντικά, όσο ξύλο και να φάνε από αυτά, δεν πρόκειται να τους επιτεθούν ούτε να αμυνθούν· βάζουν την ουρά στα σκέλη τους και ζαρώνουν τρέμονας ή αν δεν είναι δεμένοι, απομακρύονται ουρλιάζοντας και κλαίγοντας λυπημένα και αν την επομένη στιγμή τα αφεντικά τους τους κράξουν κοντά τους, εκείνοι επιστρέφουν αμέσως, κουνώντας από χαρά την ουρά τους, για να γλείψουν και πάλι τα χέρια εκείνα, που προηγουμένως τους ξυλοφόρτωναν. Αυτή την ψυχολογία τη γνωρίζουν και την εφαρμόζουν καλά οι ντόπιοι και οι ξένοι δυνάστες μας. Μέχρι πότε όμως;
Δεν θα κλάψω κι ούτε λυπάμαι – μόνο σαν Χριστιανός λυπάμαι – όσους φερόμενοι ανοήτως, έχοντας άδεια την τσέπη, έπαιρναν δάνεια για να σπάνε τα βράδια πιάτα στις ταβέρνες και στα μπουζουξίδικα και ν’ ανοίγουν ακριβές σαμπάνιες. Ούτε όσους χωρίς οικονομίες αλλά με δανεικά έκαναν πανάκριβα ταξίδια αναψυχής ή διακοπές σε δαπανηρά θέρετρα. Ούτε αυτούς που αγόραζαν χωρίς να το επιτρέπει η οικονομική τους κατάσταση μεγάλα και πολυτελή αυτοκίνητα για να ικανοποιήσουν τον άρρωστο εγωισμό τους, νομίζοντας έτσι ότι εντυπωσίαζαν τους φίλους και τους γνωστούς τους. Ούτε όσους πήραν υπέρογκα δάνεια για να κτίσουν εξοχικά ή επαύλεις, δάνεια που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν μελλοντικά να εξυπηρετήσουν. Το ότι δεν λυπάμαι όλους τους παραπάνω, αυτό δεν σημαίνει ότι χαίρομαι αν κάποιοι απ’ αυτούς σήμερα δυστυχούν.
Ελληνες! Οχι εσείς που κοιμηθήκατε φτωχοί και ξυπνήσατε με ολόκληρες περιουσίες ούτε εσείς που κοιμηθήκατε καλοί και γεροί και ξυπνήσατε ανάπηροι ούτε εσείς που δεν πιάσατε ποτέ όπλο στα χέρια σας ή όταν χρειάστηκε δεν είχατε γεννηθεί, αλλά ξυπνήσατε ένα πρωί ήρωες και αντιστασιακοί, ούτε εσείς οι παθιασμένοι κομματικοί συνδικαλιστές και μεγαλοδημοσιογράφοι που παραποιούσατε εν γνώσει σας την αλήθεια και ανεβοκαταβάζατε κυβερνήσεις, για να βρεθείτε ξαφνικά με τις τσέπες γεμάτες ή μέσα στη Βουλή ούτε εσείς που μέχρι το 1974 υπηρετούσατε με ύμνους και φανατισμό το στρατιωτικό καθεστώς, αλλά το 1975 ξυπνήσατε βαθιοί και άδολοι δημοκράτες, ούτε εσείς που με μοναδικό σας προσόν την κομματική ταυτότητα καταλάβατε κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και διαχειριστήκατε τις τύχες ημών των υπολοίπων, των έντιμων και ηλιθίων, ούτε εσείς οι πάσης φύσεως φοροκλέφτες και φοροφυγάδες ούτε εσείς οι… Γιατί όχι όλοι εσείς; Γιατί πολύ φταίξατε και αρκετά συνεργήσατε στο να φτάσουμε στη σημερινή δυστυχία.
Όμως, για τα σημερινά δεινά και αδιέξοδα της πατρίδας μας και του λαού μας φταίνε άραγε αποκλειστικά και μόνο οι παραπάνω εξυπνάκηδες και παντοτινά ανήθικοι καιροσκόποι και ιδιοτελείς; Ασφαλώς όχι. Την κύρια ευθύνη, την αποκλειστική, θα λέγαμε, φέρουν οι κυβερνήσαντες κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια την άτυχη χώρα μας πολιτικοί της δεκάρας. Μικρόνοες και ανίκανοι σχεδόν όλοι τους, ζωντανοί και πεθαμένοι, με ελάχιστες μόνο μικροεξαιρέσεις, εξέθρεψαν και συντήρησαν για λόγους ψηφοθηρικούς την άθλια αυτή κατάσταση. Δημαγωγοί αχαλίνωτοι κάποιοι και αδιάντροποι ψεύτες, απατεώνες και κλέφτες του δημόσιου πλούτου άλλοι, δεν υπηρέτησαν ποτέ τα πραγματικά συμφέροντα του έθνους και του λαού μας. Το ενδιαφέρον τους κινούνταν και κινείται πάντα γύρω από τη βουλευτική τους επιβίωση και την εξυπηρέτηση των προσωπικών και κομματικών τους συμφερόντων. Ολοι τους, και οι τριακόσιοι, μιλούν λ.χ. για δημιουργία, αλλά πολλοί από αυτούς εννοούν την ασυδοσία, αυτήν που καλύπτει ή εξυπηρετεί κάθε τους ανομία. “Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί”… Ελάτε, λοιπόν, όλοι εμείς οι λοιποί Ελληνες, όσοι αποδεδειγμένα δεν φταίξαμε πολύ για τη σημερινή μας κατάντια, όσοι πονούμε, φοβόμαστε και ανησυχούμε για το μέλλον των παιδιών μας και των εγγονιών μας, όσοι δεν θέλουμε να δούμε τη χώρα μας να μουσουλμανοποιείται ή να πουλιέται ή να τεμαχίζεται και να χάνεται, ελάτε, ο καθένας μας να σκεφτούμε και να δούμε τι πρέπει να κάνουμε πριν είναι πολύ αργά.
Γνωρίζω πως οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι και πως στην Ευρώπη με το ευρώ λύση δεν υπάρχει. Και ακόμη πως ο μεγάλος εθνικός ηγέτης που χρειαζόμαστε, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει.
Μακάρι γρήγορα να φανεί, για να σώσει ό,τι θα έχει ώς τότε απομείνει…
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός, ειδ. πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου και πτυχιούχος Πολιτ. Επιστημών