Ο κυρίαρχος ελληνικός λαός αποφάσισε. Έδωσε ξεκάθαρη ισχυρή εντολή διακυβέρνησης και στις δύο αναμετρήσεις στη Νέα Δημοκρατία. Οδήγησε, για πρώτη φορά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, την αξιωματική αντιπολίτευση σε ποσοστά που αποτελούν ιστορικό χαμηλό.
Αυτό είναι μία πρώτη ανάγνωση του αποτελέσματος των δύο εκλογών, της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου. Αλλά δεν αρκεί μία απλή ανάγνωση, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη μελέτη των δύο αποτελεσμάτων. Μελέτη που οδηγεί σε πολλά και ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Συμπέρασμα πρώτο. Στο λάκκο που έσκαψε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη Νέα Δημοκρατία με την απλή αναλογική έπεσε ο ίδιος μέσα. Ο ελληνικός λαός θέλει ισχυρή κυβέρνηση με προοπτική τετραετίας. Όχι νεφελώματα κυβερνήσεων προοδευτικής συνεργασίας, ανοχής, ειδικού σκοπού ή άλλων φληναφημάτων.
Συμπέρασμα δεύτερο. Η «συμβατική Αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) έχει υποχωρήσει πλέον στο 25%, όταν μέχρι το 2019 ήταν γύρω στο 40% μαζί με το ΜέΡΑ25 που τότε είχε μπει στη Βουλή.
Ενώ μαζί με την εξωσυστημική Αριστερά (όσα κομματίδια δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή) το συνολικό της ποσοστό προσεγγίζει το 29%. Παλαιότερα άγγιζε και το 40%.
Ακόμα και αν αθροίσουμε τα αριστερά κόμματα πάσης τάσης και απόχρωσης μαζί με το ΠΑΣΟΚ, το άθροισμα με το ζόρι φθάνει μετά τις εκλογές το 42%.
Από την άλλη πλευρά η Δεξιά και η Κεντροδεξιά μαζί προσεγγίζουν το 55%. Ακόμα και ν’ αφαιρέσουμε τους «Σπαρτιάτες» και πάλι αγγίζει σταθερά πλέον το 50%.
Αυτή είναι η σημαντικότερη μετατόπιση στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις.
Δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο. Δεν είναι μία τοπική ή συγκυριακή ιδιορρυθμία. Συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Που δεν ξεκίνησε τώρα.
Αυτή την άνοδο της κεντροδεξιάς στις εκλογές βρήκε σαν άλλοθι ο ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσει τη συντριπτική του ήττα. Και βρήκε νέο ρόλο, αυτό του αναχώματος στην άνοδο της Δεξιάς.
Για να αποφύγει να κάνει μία γενναία αυτοκριτική. Ότι παραδοσιακά κεντρώες ή κεντροαριστερές κοινωνίες μετατοπίζονται συνεχώς δεξιότερα από τις εγκαθιδρυμένες πολιτικές της Κεντροαριστεράς που οδηγούν σε αδιέξοδα. Πολιτικές στο Μεταναστευτικό. Ανοικτά σύνορα και ελεύθερη πρόσβαση των μεταναστών στην Ευρώπη. Πολιτικές υπέρ του δικαιωματισμού για το πόσα είναι τα φύλα; Που έχουν καταντήσει πια ως «τυραννίες ισχνών μειοψηφιών».
Αυτές τις αδιέξοδες και επικίνδυνες ιδεοληψίες υπερασπίζεται η Αριστερά. Ειδικά στην Ελλάδα καταλύτης υπήρξε το μεταναστευτικό. Τι δεν έχουμε ακούσει για το φράκτη στον Έβρο. Ακόμα και κάτι περίεργους νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ να την «πέφτουν» στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας που τόλμησε να ισχυριστεί ότι ο φράκτης προστατεύει τα σύνορα της Πατρίδας μας.
Η Αριστερά ψέγει για τα πάντα τους αντιπάλους της. Γιατί της είναι αδύνατο να δει τα δικά της σφάλματα. Για την ακρίβεια στην Αριστερά πιστεύουν ακράδαντα ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να κάνουν ή να έχουν λάθος. Για αυτούς η ιδεολογία τους δεν μπάζει από πουθενά, οι πολιτικές της είναι πάντα εκ των προτέρων «ιστορικά δικαιωμένες».
Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πλήρωσε στις εκλογές μόνο τις άθλιες θέσεις του για το Μεταναστευτικό. Πλήρωσε και την επονείδιστη Συμφωνία των Πρεσπών. Μία άθλια συμφωνία με την οποία εκχώρησαν μακεδονική ταυτότητα, γλώσσα και εθνότητα στους Σκοπιανούς.
Συνεπικουρούμενοι από τις γνωστές δυνάμεις του κατευνασμού. Αυτές τις δυνάμεις, που βρίσκονται δυστυχώς σπαρμένες σε όλα τα κόμματα και κάνουν ό,τι μπορούν για να προετοιμάσουν κλίμα μείζονας υποχώρησης της Ελλάδας στα ελληνοτουρκικά. Τι λένε ακόμη και σήμερα; Να πάψουμε να ζητάμε και να αρχίσουμε να δίνουμε.
Να αποφύγουμε οποιαδήποτε επέκταση των χωρικών μας υδάτων ή ανακήρυξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και να ΜΗΝ έχουμε ταμπού τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μας θεωρούν «μοναχοφάηδες» που επιμένουμε να μην παραχωρούμε τα δικά μας κυριαρχικά δικαιώματα. Δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Από το Διεθνές Δίκαιο δηλαδή.
Μας λένε και άλλα χαριτωμένα. Όπως για παράδειγμα ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είναι «θύματα των εκατέρωθεν εθνικισμών». Στην πραγματικότητα δεν ζητούν να παραμερίσουμε τους εθνικισμούς εκατέρωθεν. Απαιτούν να αμβλύνουμε τα δικά μας εθνικά ανακλαστικά και να υποκύψουμε πλήρως στον τουρκικό εθνικισμό.
Και εν πάση περιπτώσει, αυτή η φρασεολογία περί «κακού εθνικισμού» δεν είναι καινούργια. Ήταν η επίσημη προπαγάνδα της Ιερής Συμμαχίας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Όταν αντιστεκόταν με λύσσα ενάντια στα λαϊκά κινήματα που ήθελαν να διαλύσουν τις αυτοκρατορίες και να εγκαθιδρύσουν εθνικά κράτη με εθνική ταυτότητα μέσα στα οποία επικράτησαν τελικά οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην πρώτη φάση της Ελληνικής Επανάστασης η Ιερά Συμμαχία είχε στραφεί κατά των επαναστατημένων Ελλήνων. Ήθελαν να σβήσει η «πυρκαγιά του Εθνικισμού» που είχε ανάψει στη Νότια Βαλκανική γιατί φοβόντουσαν ότι θα μεταλαμπαδευτεί και στα άλλα έθνη που στέναζαν ως υποτελείς των αυτοκρατοριών.
Όσοι επανέρχονται σήμερα σε αυτό τον παρωχημένο αναχρονισμό, σε «επαναστατικές» συνθηματο-
λογίες κατά των «εθνικισμών»… Δεν τους έπιασε ο πόνος για την Ελλάδα.
Προσπαθούν ξανά να καταλύσουν τα εθνικά κράτη και να χτίσουν «νέες αυτοκρατορίες». Παγκοσμιοποιημένες.
Τους θυμίζουμε. Η Ελλάδα δεν είναι χώρος. Είναι χώρα. Οι Έλληνες δεν είναι πληθυσμός είναι Έθνος.