Αυτές οι τέσσερεις λέξεις, που δεν είναι δικές μου, όχι απλά ηχούν στα αυτιά μου, αλλά σχεδόν με καταδιώκουν καθημερινά τα τελευταία χρόνια. Για όσους γνωρίζουν, δεν απηχούν ούτε εκφράζουν την κατάληξη μιας θολής χρησμοδότησης που έρχεται από τα μαντεία των ελληνικών μύθων. Όταν τις έγραφε ο εμπνευσμένος και προφητικός Σεφέρης (1), αναφερόμενος στο Μακρυγιάννη και στο ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης στην Άρτα, εκεί που ο στρατηγός ακούει ένα μπέη να μιλά στους φίλους του με αυτά τα λόγια, κανένας δεν θα υποψιαζόταν ότι δυο αιώνες μετά θα μπορούσαν, δυστυχώς, να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα.
«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! […] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντουφέκι». Με τούτα τα λόγια που βάζει στο στόμα του αντιπάλου ο Μακρυγιάννης, διατυπώνει την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων. Όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε. Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας» γράφει ο Σεφέρης.
Ακριβώς η ίδια αποστροφή, επίκαιρη όσο ποτέ, μπορεί να ειπωθεί από τη μεριά του ελληνισμού, της πονεμένης για πολλοστή φορά Ρωμιοσύνης, που είναι μετά από πολλά χρόνια αντιμέτωπη με ένα πολεμικό εφιάλτη.
Οι συστηματικές και καθημερινές πλέον προκλητικές εμπρηστικές δηλώσεις και ρητορική των Ερντογάν – Γιλντιρίμ – Τσαβούσογλου και των λοιπών κρατικών Τούρκων αξιωματούχων, που περιβάλλονται από τη σχιζοφρενή φαντασίωση της νεο-οθωμανικής επιστροφής και φλερτάρουν αδιάντροπα με το κόκκινο κουμπί της ένοπλης σύρραξης, απλά ως προς τη συντακτική των λέξεων διαφέρουν από τους προγόνους τους, του οίκου των Οσμανιδών Σουλτάνων.
Η περίφημη δήλωση του Οθωμανού σουλτάνου Σελήμ στο Βενετό βάιλο (πρέσβη) στην Κωνσταντινούπολη, ότι «το να χάσουν ένα στράτευμα δεν είχε για τους Τούρκους περισσότερη σημασία από το να ξυρίσουν τη γενειάδα τους, γιατί αμέσως φύτρωνε μια άλλη» (2), δεν ήταν μια απλή κομπορρημοσύνη, αλλά μια πραγματικότητα, που δεν διαφέρει και πολύ από τις σημερινές φιλοπόλεμες δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας, αφού βασίζεται και στηρίζεται σε ένα λαό δεκάδων εκατομμυρίων για τον οποίο ο φανατισμός του Ισλάμ είναι «ψωμοτύρι».
Για την Ιστορία, η διπλωματική ιδιότητα του Ενετού αξιωματούχου, δεν τον γλύτωσε από τη συνήθη βαρβαρική μεταχείριση των Σουλτάνων, αφού τον αλυσόδεσαν στα μπουντρούμια του Επταπυργίου στο Βόσπορο εκβιάζοντας τη δημοκρατία του Αδρία. Οι συνειρμοί με τους σημερινούς αναίτια κρατούμενους Έλληνες αξιωματικούς στις φυλακές της Αδριανούπολης είναι αναπόφευκτοι… Το βαρβαρικό παρελθόν αυτού του λαού και των ηγετών του δεν έχει ούτε χιλιοστό αλλάξει…
Ο ίδιος σουλτάνος απευθυνόμενος αργότερα προς τη βενετσιάνικη Γερουσία, διεμήνυε με τους Οθωμανούς αποκρισάριούς του στη Βενετία:
«Ο Σελήμ, ο Οθωμανός Σουλτάνος, αυτοκράτορας των Τούρκων, Κύριος των Κυρίων, Βασιλέας των Βασιλέων, σκιά του Θεού, Κύριος του Επίγειου Παραδείσου και της Ιερουσαλήμ, προς τη Σινιορία της Βενετίας: Απαιτούμε από εσάς την Κύπρο, την οποία θα μας παραδώσετε με τη θέλησή σας ή με τη βία. Και φροντίστε να μην ξυπνήσετε το τρομερό μας ξίφος, γιατί θα ξεκινήσουμε τον πιο άγριο πόλεμο εναντίον σας, παντού. Ούτε να στηρίζεστε στα χρήματά σας γιατί θα κάνουμε να εξαφανιστούν σαν το νερό από τα χέρια σας. Προσέξτε, επομένως, να μην προκαλέσετε την οργή μας…» (3)
Η επιθετική ρητορική, που είναι ακριβώς απαράλλαχτη, διέπεται και εκπορεύεται από το ίδιο συνεχόμενο και ενιαίο νήμα της Υψηλής Πύλης που φτάνει πανομοιότυπο μέχρι τις μέρες μας, εκατοντάδες τώρα χρόνια, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας τους, δεν έχει ποτέ απασχολήσει και προβληματίσει τον Ελληνισμό, που η διαχρονική διχόνοια του στέρησε αντίστοιχες πολιτικές. Προσωπικά, δεν διαπιστώνω απολύτως καμία διαφορά στην εννοιολογία της ρητορικής του σουλτάνου Σελήμ με εκείνη του (νέο)σουλτάνου Ερντογάν: Κρατικός τσαμπουκάς και τρομοκρατία. Κυβερνητική και διπλωματική αλητεία που προσιδιάζει στην εποχή των σπηλαίων και δεν συνάδει με οικουμενικές αρχές και πανανθρώπινες αξίες. Ας βγάζει από το ‘74 και εντεύθεν σωρηδόν ψηφίσματα ο ΟΗΕ, η Δύση και η Ε.Ε. Τα γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Μετά τα προ δεκαετίας ζεϊμπέκικα της σοσιαλεπώνυμης φενάκης των Παπανδρέου – Τζεμ, ο κατά τα άλλα (αφελής) Έλληνας ΥΠ.ΕΞ. αναζητώντας εντυπωσιακές σημειολογικές και διπλωματικές πομφόλυγες για την πολιτική του καριέρα πριν από ένα χρόνο, τραβολογούσε τον τούρκο ομόλογό του Τσαβούσογλου στο σπήλαιο που γεννήθηκε ο Δίας στην Κρήτη, για να σηματοδοτήσει (λέει) την «αδιαμφισβήτητη πορεία και θέση της Τουρκίας στην Ε.Ε.» (sic). Η ουσιαστική και τυπική αντίφαση εξακολουθεί να εξοργίζει και τον πιο μετριοπαθή Έλληνα: Ο σταλινικοαναθρεμένος Έλληνας ΥΠ.ΕΞ. εξακολουθεί «να κρατά το σταυρό στο χέρι», και ο Τούρκος ομόλογός του να κραδαίνει ακονισμένες τις χατζάρες των προγόνων του πάνω από το Αιγαίο!
Αναμφίβολα, οι μέρες και οι στιγμές που ζούμε είναι τόσο κρίσιμες όσο ποτέ άλλοτε, και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αν περιοριστούν μόνο στον επικοινωνιακό πόλεμο των εντυπώσεων. Σε μια φλεγόμενη γειτονιά και με δεδομένη την παράνοια των ηγετών του λαού αυτού, δεν μπορεί κανένας να εγγυηθεί ότι δεν θα τολμήσουν το απονενοημένο. Άλλωστε, η Ιστορία δεν μαρμαρώνει μόνο στις ειρηνικές μέρες της. Και αυτή, όπως τα πάντα, ρει. Η χώρα σήμερα με τη δεκαετή περιπέτεια των μνημονίων που έφεραν την κοινωνία στα όρια της εξαθλίωσης και διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της, μπορεί να χρειαστεί να θυμηθεί το επικό παρελθόν της.
Γνωρίζω, γνωρίζουμε όλοι μας, ότι εν πολλοίς μια διαλυμένη και λεηλατημένη χώρα από καιροσκοπικά πολιτικά κόμματα και τυχοδιώκτες πολιτικούς, δεδηλωμένους απάτριδες, αρνησίθρησκους και φυγόστρατους, είναι δύσκολο να υπερασπιστεί όσια και ιερά. Ξέρετε, ξέρουμε όλοι, ότι «εκεί που κρέμαγαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, τώρα κρεμάν οι γύφτοι τα νταούλια».
Η χώρα στο σύνολό της και σε όλους τους τομείς είναι ατροφική και αποδομημένη. Ο κίνδυνος ακρωτηριασμού εθνικού εδάφους είναι όσο ποτέ άλλοτε υπαρκτός και οι ελπίδες παρά τις διαβεβαιώσεις της Δύσης για στρατιωτική στήριξη δεν διαφαίνονται και τόσο βέβαιες. Οι συνειρμοί (πλησιάζει και Μάης…) είναι αναπόφευκτοι: Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι ήταν σίγουροι ότι κάποια στιγμή το μοιραίο θα ερχόταν σε μια τρισάθλια και διαλυμένη αυτοκρατορία, που έλειωνε τα καντήλια, τα μανουάλια και τα λοιπά εκκλησιαστικά σκεύη για να εξοικονομήσει χρήματα.
Όσο για τις διαβεβαιώσεις του πάπα και των Δυτικών, ας θυμηθούμε τι έγινε στη σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας όπου η αντιπροσωπεία των Βυζαντινών υπό τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη εκλιπαρούσαν για βοήθεια πάνω από ένα χρόνο. Μέχρι που τους έκοψαν το συσσίτιο, πολλοί θερίστηκαν από την πανούκλα και ο πατριάρχης πέθανε από τον καημό του…
Ανήκω, δυστυχώς, στην κατηγορία αυτών των ανθρώπων, και είναι πολλοί αυτοί, που η μελέτη της Ιστορίας δεν επιδιώκεται τόσο για τη γνωριμία με το παρελθόν, όσο για την πρόβλεψη και τη διδαχή του μέλλοντος. Και αυτά που ζούμε στις μέρες μας δεν είναι παρά μόνο μια πανομοιότυπη επανάληψη της ιστορίας, που εν πολλοίς οι έχοντες την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας όχι μόνο την αγνοούν, αλλά την απεκδύονται και τη χλευάζουν.
Σίγουρα, ο εγωισμός και οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι διχόνοιες, οι έριδες και η ξιπασιά, που δεν επέτρεπαν θέσεις σε μια ενιαία, πανεθνική, οικουμενική και ομοούσια κυβέρνηση ακαδημαϊκών, προσωπικοτήτων και πολιτικών την τελευταία δεκαετία, έχουν λυγίσει τη χώρα σε όλους τους τομείς με ένα λαό παγιδευμένο στην απόγνωση και την απελπισία. Και αυτό το γνωρίζουν άριστα από τα ανατολικά…
Ένα είναι σίγουρο: Απέναντι στη βαρύτητα και στην κρισιμότητα των στιγμών, οι κρυστάλλινες φωνές της συνείδησης όλων αυτών που από τη μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας παριστάνοντας τους κήνσορες της ηθικής και του πατριωτισμού, αλλά και όλων αυτών που έχουν καταστήσει επάγγελμα την πολιτική διαπομπεύοντας και γελοιοποιώντας το ίδιο το πολίτευμα, και που την έχουν συστηματικά λεηλατήσει και κουρσέψει, θα έρχονται τις νύχτες στα μαξιλάρια τους και θα τους νεύουν τα λόγια που άκουσε ο Μακρυγιάννης από το μπέη στην Άρτα: «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε τη χώρα μας, την Ελλάδα».
«Σε μια χώρα που δεν έχει άλλα αγαθά παρά τους αγώνες του λαού της, τη θάλασσα και το φως του ήλιου, κανόνας της είναι η αγάπη για την ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες» διατυμπανίζει ο Σεφέρης.
Οι Ερινύες, όσο καθυστερούν να γυρίσουν, τόσο πιο φρικτές είναι. Όμως αν χρειαστεί ξανά, αυτή τη λεηλατημένη χώρα, τα πάτρια, τα ιερά και τα όσια δεν θα τη σώσουν αυτοί που ολιγώρησαν, ούτε οι σημερινές χαρτοκοπτικές φιγούρες του συστηματικού ψεύδους και της εξαπάτησης. Θα τη σώσουν τα στρατευμένα παιδιά της, οι ανώνυμοι Έλληνες και Ελληνίδες του ελληνικού αρχιπελάγους και των ελληνικών κάμπων και των βουνών. Η συνείδηση της φιλοπατρίας και της αυτοθυσίας βρίσκεται στην ψυχή κάθε απλού Έλληνα και όχι στα βαθυβούλωτα περσικά χαλιά του Προεδρικού και του Μαξίμου.
(1): Γιώργου Σεφέρη, «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης» «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981.
(2), (3): Joseph Von Hammer, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».