­Μαγειρεύεται, λένε, το Σκοπιανό σε υψηλή θερμοκρασία. Θα τσικνώσει άραγε για μας; Από τα λεγόμενά τους φοβάμαι πως ναι. Κάποιοι, λέει, φοβούνται πως μη λύνοντας το πρόβλημα, σπρώχνουμε τους Σκοπιανούς στην αγκαλιά του Ερντογάν. Ηλίθιο το επιχείρημα, γιατί θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, είναι όμως κατάλληλο για να πεισθούν κάποιοι αφελείς Ρωμιοί να καταπιούν αμάσητη μια γρήγορη αλλά προδοτική για μας λύση.

Οι Σκοπιανοί κάνουν τάχα πως δε θέλουν ν’ αλλάξουν το Σύνταγμά τους κ.λπ., κ.λπ. γιατί έτσι πρέπει να παιχτεί το θέατρο, μέχρι να βάλουν το όνομα της Μακεδονίας μας στην τσέπη τους, αφενός γιατί αυτό τους πονεί και τους ενδιαφέρει και να καλύψουν την προδοσία των δικών μας, αφετέρου, που δίνουν ό,τι διαταχθούν, αλλά δεν παίρνουν τίποτα. Μωρόπιστοι και μωρόσοφοι Έλληνες!

Ποιος θα εμποδίσει, μωρέ, τους Σκοπιανούς στο μέλλον να επαναφέρουν σε ισχύ τις σημερινές συνταγματικές τους διατάξεις ή να ψηφίσουν νέες που θα εξυπηρετούν άνομους σε βάρος μας σκοπούς; Κάποιοι θα πουν πως ποντάρουμε στη φιλία τους. Μωροί και τυφλοί, ποια φιλία; Πιστεύετε ότι θα είναι αληθινή, ειλικρινής και μόνιμη, ή κάποια στιγμή μπορεί να γίνει ύπουλη και προσωρινή από μέρους τους σχέση, όταν τα συμφέροντά τους το επιβάλλουν;

Δεν υποψιάζεστε, μωρέ, μήπως πίσω από τη λύση που σας πιέζουν να δεχτείτε, κρύβονται κύκλοι άνομοι και σκοτεινοί που αποβλέπουν και προωθούν ένα μελλοντικό ακρωτηριασμό ή τη διάλυση της πατρίδας μας; Βάλετε νερό στο κρασί σας, γιατί παίζετε με την τύχη του Έθνους.

Σε μια μελλοντική εθνική συμφορά ή εδαφικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας σε βάρος της χώρας μας, που θα οφείλονται στους σημερινούς κακούς χειρισμούς σας, τι θα πείτε; Ότι κάματε λάθος ή θα απαντήσετε με το κλασικό “Στερνή μου γνώση και να σ΄είχα πρώτα;” Γιατί είστε νέοι και αργά ή γρήγορα μπορεί να το ζήσετε.

Τα ίδια κάναμε και το 1955, με την Τουρκία. Για να μη χαλάσουμε, λέει, τη φιλία μας ή για να υπακούσουμε σαν πρόβατα στις εντολές των Νατοϊκών “φίλων” μας, δημιουργήσαμε με την τότε στάση και συμπεριφορά μας στα γεγονότα των απερίγραπτων και ανείπωτων βανδαλισμών και διωγμών, των λεηλασιών των περιουσιών και των επιχειρήσεων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από τον τούρκικο όχλο, τα οποία κακά η τούρκικη κυβέρνηση ύπουλα και κρυφά υποκίνησε, στο πλαίσιο της τούρκικης εθνοκάθαρσης, δημιουργήσαμε, επαναλαμβάνω, το σημερινό Θρακικό πρόβλημα. Πώς; Θα πούμε πιο κάτω.

Οι Έλληνες λοιπόν της Κωνσταντινούπολης αναγκάσθηκαν μετά τους βανδαλισμούς και διωγμούς, να εγκαταλείψουν τις εκεί εστίες και επιχειρήσεις τους και να φύγουν άλλοι στην Ελλάδα και άλλοι σ’ άλλες χώρες και να μην ξαναγυρίσουν, προκειμένου να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους, να έχουν σε ασφάλεια τη ζωή και τις οικογένειές τους, καθώς και τις δουλειές και τις περιουσίες τους. Στην Κωνσταντινούπολη έμειναν ελάχιστοι όπως οι Τούρκοι επιδίωξαν και πέτυχαν. Ας θυμηθούμε όμως τα παλιότερα γεγονότα, για να καταλάβουμε καλύτερα τα νεότερα.

Η συνθήκη της Λωζάννης είχε εξαιρέσει της ανταλλαγής των πληθυσμών τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους Μουσουλμάνος της Δυτικής Θράκης.

Το 1921, σύμφωνα με τα στοιχεία της Οθωμανικής Κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλέπε Ιστορία Γ. Ρούσσου, τόμος ΣΤ’, σελ. 225), ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ανερχόταν σ’ ένα εκατομμύριο περίπου ψυχές. Απ’ αυτές οι 400.000 ήσαν Έλληνες, 160.0000 Αρμένιοι, 100.000 χριστιανοί άλλων δογμάτων, 30.000 Εβραίοι και οι υπόλοιποι 310.000 Μουσουλμάνοι από τους οποίους τουλάχιστον 100.000 ήταν Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι από διάφορα μέρη της Τουρκίας. Όπως βλέπετε, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε κατά πολύ του τούρκικου.

Με τη συνθήκη της Λωζάννης συμφωνήθηκε να παραμείνουν στη Δυτική Θράκη οι Μουσουλμάνοι (110.000 περίπου) και στην Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες που είχαν μονίμως εγκατασταθεί σ’ αυτήν πριν από τη 30η Οκτωβρίου 1918. Αυτοί οι Έλληνες υπολογίστηκαν σε 125.000. Επίσης, θα έμεναν στην Ίμβρο και την Τένεδο οι κάτοικοί τους που ήσαν Ελληνες και ανέρχονταν στις 6.000 περίπου (Ιστορία Δ. Καραμήτσου, τόμος Α’, σελ. 219). Ομως, οι πρόσφυγες από Κωνσταντινούπολη προς Ελλάδα, σύμφωνα με την ελληνική απογραφή του 1928, ήσαν μόλις 38.458 (Γ. Ρούσσου, Τόμος ΣΤ’, σελ. 362). Τι έγιναν άραγε οι άλλοι από τις 400.000; Μετανάστευσαν σε χώρες του εξωτερικού; Σίγουρα ένας μεγάλος αριθμός. Έμειναν στην Κωνσταντινούπολη και κάποιες χιλιάδες παραπάνω από τις υπολογισμένες 125.000;

Σίγουρα, οι εναπομείναντες στη Βασιλεύουσα Έλληνες ήσαν πάνω από 150.000 ψυχές. Αν τώρα, αυτές οι 150.000 του 1923 ζούσαν στην Τουρκία ελεύθερα, όπως λ.χ. στην Αμερική, ή στην Αυστραλία, πόσοι θα ήσαν σήμερα στην Κωνσταντινούπολη των δεκαπέντε εκατομμυρίων ύστερα από ενενήντα πέντε χρόνια; Εγώ τους υπολογίζω στο ένα με ενάμισι εκατομμύριο τουλάχιστον. Πόσοι όμως έχουν μείνει; Μόνο 2.000 – 5.000 ψυχές.

Έτσι, οι μεν Τούρκοι ξεφορτώθηκαν τη δική μας μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Εμείς δε χαϊδεύομε και λιπαίναμε τη δική τους στη Θράκη. Και τώρα ρωτώ: Αν στις μέρες μας δεν υπήρχε μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη ή αν είχαμε κι εμείς, όπως είχαμε, μια ακμάζουσα και πολυπληθή μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη (ως αντίπαλο δέος), θα είχαμε πρόβλημα στη Θράκη;

Βέβαια όχι. Θα με ρωτήσετε; Τι, δηλαδή, θα έπρεπε να κάμει η ελληνική κυβέρνηση τότε, μετά τα γεγονότα του 1955; Σας απαντώ: 1) Να ζητήσει από την Τουρκία την άμεση επάνοδο των Ελλήνων στις εστίες και τις επιχειρήσεις τους με την επίβλεψη και προστασία του τουρκικού κράτους

2) Την εντός το πολύ τριών μηνών αποκατάσταση των ζημιών των περιουσιών των Ελλήνων με ευθύνη και δαπάνες του τουρκικού επίσης κράτους και

3) Τη μη επανάληψη παρόμοιων γεγονότων και βανδαλισμών σε βάρος της ελληνικής μειονότητας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υποχρεωνόταν η Ελλάδα να προβεί στην άμεση εκδίωξη από των εδαφών της όλων των Μουσουλμάνων τουρκικής καταγωγής. Αλλά τ’ είχες Γιάννη τ’ είχα πάντα. Τέτοιες κυβερνήσεις είχαμε και τότε.

Τώρα, γιατί δε λέμε στους Σκοπιανούς να ξεχάσουν το “Μακεδονία” για να  λυθεί το πρόβλημα αμέσως; Δεν το λέμε, γιατί οι Σκοπιανοί με τίποτα δεν το δέχονται και το ξέρουν οι δικοί μας, γιατί αυτοί δεν είναι ηλίθιοι ή πουλημένοι. Γιατί ξέρουν πως αν χάσουν το “Μακεδονία” από το όνομα της χώρας τους, θα χάσουν πολλά, θα είναι σαν να μην υπάρχουν. Ας κάνουμε λοιπόν εμείς τη θυσία. Άλλη μια θυσία μέχρι να πάψουμε εμείς να υπάρχουμε, αφού δεν ντρεπόμαστε ούτε τα παιδιά μας ούτε την ιστορία μας! Οταν, μωρέ, κληθούμε, πώς θα απολογηθούμε; Ο κόσμος βοά! Δεν τον ακούτε;

 

* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου, πτυχιούχος πολιτικών Επιστημών.