Φταίνε άραγε οι ιστορικές μνήμες; Τα ολοζώντανα εκείνα γεγονότα;

Η αγάπη προς τη γενέθλια γη; Ακόμα κι εκείνα τα συγκινητικά αποσπάσματα, στα οποία θ’ αναφερθώ από το ποίημα του αγαπητού μου φίλου, Απόστολου Παυλίδη με τίτλο: Μια στάλα ξεδιψούν οι διψασμένοι, το οποίο εμπεριέχεται στην καλαίσθητη και τόσο επιμελημένη ημερολογιακή έκδοση από τον ίδιο, του Πολιτιστικού Συλλόγου Σοκαρά γαι το έτος 2019.

“Ξυπόλυτα παιδιά κουρελιασμένα,

Μανάδες δίχως γάλα. Στήθη στείρα

τα χέρια τους στον ήλιο απλωμένα

μα μήτε και εκεί να έχουν μοίρα.

Τ’ ανέμι τσουχτερό. Δριμύ το κρύο,

την πίκρα τους γλυκάνανε μ’ αστείο,

άρπαξαν απ’ τα πόδια τους το χώμα,

γεμάτο με χοή το άδειο στόμα.

Οι ελπίδες πεταμένες σε μια άκρη

για τ’ αύριο χαμένο τα ανοιχτήρι

οι στάλες ταιριασμένες με το δάκρυ

που πέφταν απ’ το τρύπιο τους τσαντήρι.

Μα σέρνουνε ποτάμια απ’ το κλάμα

μουλιάσανε οι σπόροι στην πλημμύρα

φυτρώσανε βλαστάρια· τα πλοκάμια

αλλάξαν το στρατί στη μαύρη μοίρα.

Μη κλαίτε όλου του κόσμου οι διωγμένοι

οι ρίζες ξαναβρίσκουνε το χώρα

μια στάλα ξεδιψούν οι διψασμένοι

υπάρχουν μύρια αύριο ακόμα”.

Σκόπιμα άφησα τις πρώτες σειρές για να κλείσω αυτόν τον ύμνο στους κατατρεγμένους αδελφούς μας, που τόσα υπέμειναν αλλά ποτέ δεν λυγίσαν!

“Ω! πόσο σε θυμούμαι είκοσι δύο

με πρόσφυγες ρημάδια στ’ αποβρόχια,

μεγάλα καραβάνια στο σφαγείο,

τσαντίρια απλωμένα στα “Μετόχια”.

Οι εικόνες αυτές μιλούν μόνες τους και δεν θα υπήρχε πιο κατάλληλος άνθρωπος από τον Απόστολο Παυλίδη να μας τις παρουσιάσει ή μάλλον να μας διδάξει, αυτό το τόσο πονεμένο κομμάτι της ιστορίας μας. Τέτοιες μέρες… πάμπολλες ξετυλίσσονται μπροστά μας οι μνήμες της Μικρασιατικής Καστροφής! “Η Σμύρνη καίγεται”!

Πάντοτε όταν έρχεται στη γενέθλια γη του ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νικόλαος Μπαλαμούτσος, επισέπτεται και την αγαπημένη του, από τα μαθητικά του χρόνια, Βικελαία.

Ο Νίκος Μπαλαμούτσος είναι γαμπρός του Σταμάτη Γλύκα, του αειμνήστου διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου. Παλιότερα μας είχε επισκεφθεί με τη σύζυγό του στο κτήριο του Αγίου Ματθαίου (αφού εκεί ως γνωστόν διέμεινε η οικογένεια Γλύκα) και φέτος μας επισκέφθηκε μόνος του στο νεοανακαινισμένο χώρο της Βικελαίας στο “Αχτάρικα”.

Γόνος κι αυτός προσφυγικής οικογένειας μου έφερε χειρόγραφες σημειώσεις, έτσι όπως τις υπαγόρευσε στον ίδιο η μητέρα του που σ’ εκείνα τα θλιβερά γεγονότα  του 1922 ήταν 14 χρόνων. Αφού τον ευχαρίστησα από καρδιάς παρέλαβα με ευλάβεια το χειρόγραφό του και σήμερα σας παραθέτω κάποιες αράδες απ’ αυτό.

Μας διηγείται λοιπόν μέσα από το κείμενό του αυτό ο Νίκος Μπαλαμούτσος: “Στα 1922 η μητέρα μου ήταν 14 ετών και βρισκόταν στην προκυμαία της Σμύρνης, στο περίφημο que με τη μητέρα της, προσπαθώντας να φύγουν από τη Σμύρνη για να γλιτώσουν.

Έμειναν συνολικά τρεις ημέρες. Την ημέρα ανεβοκατέβαιναν την προκυμαία, προσπαθώντας να βρουν τον πατέρα και τ’αδέλφια, δύο κορίτσια και δύο αγόρια, προκειμένου να μπουν σε κάποιο πλοίο και να φύγουν. Τις νύχτες κοιμούνταν σε απόμερες και σκοτεινές γωνίες, για να μην τις βρουν οι Τούρκοι και την ημέρα ανακάτευαν  τα μαλλιά τους, καθώς και τα ρούχα τους βάζοντας λάσπη στα πρόσωπά τους για να φαίνονται άσχημες και γριές.

Τα βράδια ήταν τραγικά από τις φωνές και τα κλάματα που άκουγαν συνέχεια από γυναίκες, άντρες και παιδιά, που τους έδερναν, τους κλωτσούσαν και τους βασάνιζαν οι Τούρκοι. Την τρίτη ημέρα βρήκαν ένα πλοίο που έφευγε για την Ελλάδα και προσπάθησαν να επιβιβασθούν. Υπήρχε όμως ένα υψηλό σιδερένιο φράγμα που δεν μπορούσαν να το ανεβούν, ώστε να μπουν στο πλοίο.

Κάποια στιγμή τους πλησίασε ένας Τούρκος στρατιώτης και τις βοήθησε να περάσουν το φράγμα. Μόλις πέρασαν η γιαγιά μου έβγαλε μια χάρτινη τούρκικη λίρα για να τον ανταμείψει. Ο Τούρκος αρνήθηκε και δεν την πήρε. Η μητέρα έλεγα πως ήταν “καλό σκυλί”. Ήταν άνθρωπος που έσωσε τις ζωές τους.

Το μίσος της μητέρας μου για τους Τούρκους διατηρήθηκε αμείωτο μέχρι το θάνατό της που ήρθε το 1998, στα εννενήντα της χρόνια. Για την ίδια οι Τούρκοι ήταν σκυλιά και η Τουρκία ήταν η Μικρά Ασία. Σ’ όλα τα μαθητικά μου χρόνια, κατά τη δεκαετία του ‘50 κάθε μεσημέρι από 13.00μ.μ. μέχρι 14.00μ.μ. ακούγαμε την εκπομπή του κρατικού ραδιοφώνου, εξάλλου δεν υπήρχε και άλλο “αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού”.

Πάντοτε βέβαια με την ελπίδα ν’ ακούσουμε ότι βρίσκονται στη ζωή αγαπημένα μας πρόσωπα”. Μίλησα αρκετή ώρα με τον κύριο Νίκο Μπαλαμπούτσο. Μου ανέφερε αρκετά που είχε μάθει και είχε ακούσει για τους πρόσφυγες από τη μητέρα του, αλλά και από διάφορους συγγενείς του.

“Αρκετοί Έλληνες της Μικρασίας μιλούσαν τούρκικα. Υπήρχαν διαφορές στην ομιλία των μικρασιατών σε σχέση με τους Κρητικούς, όπως η διαφορά στην προφορά των γραμμάτων κ, γ, χ. Όμως  υπήρχαν και άλλες διαφορές στο λόγο και θ’ αναφέρω μερικές όπως τις έλεγε η μητέρα μου.

Ηάνοιξα την πόρτα, Ηακούμπισα στον τοίχο, ήφαγα, ηπήγα εκεί, ηπήγα με τσι γείτονες. Το παράθυρο επίσης το έλεγαν πανάθυρο, τα γεράνια τζιράνια, το καλαμπόκι το έλεγαν νταρί, τη σκούπα την έλεγα φροκαλιά ή φροκάλι, τη γαλοπούλα την έλεγαν διάνο”.

Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς αυτούς τους ανθρώπους, τον αγαπητό φίλο Απόστολο Παυλίδη και τον σεβαστό ομότιμο καθηγητή Ιατρικής, τον Ηρακλειώτη Νικόλαο Μπαλαμούτσο, που συνεχίζουν να βιώνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο, αυτό το δράμα του ελληνισμού, δίνοντάς μας την ευκαιρία να θυμηθούμε την ιστορία μας και να σταθούμε ευλαβικά και ανθρώπινα μπροστά σ’ αυτό το μεγάλο και μοναδικό ιστορικό γεγονός.

Αυτό που τόσο σημάδεψε έντονα, αλλά και άλλαξε πορεία χάρη στην έλευση αυτών των ανθρώπων, στην πατρίδα μας, στον τόπο μας και στη ζωή μας. Με την ευχή πάντα να ενθυμούμαστε τους προγόνους μας, εκείνους τους κατατρεγμένους, τους διψασμένους,  Εκείνους!… που από άλλο χώμα έκαννα πατρίδα!