Τούτες τις μέρες του καλοκαιριού, των διακοπών και της ανεμελιάς για μικρούς και μεγάλους, σίγουρα κάποιες μνήμες και θύμησες, δεν μπορούν να με εγκαταλείψουν. Είναι αδύνατο να μην γυρίσω δεκαετίες πίσω στα παιδικά μου χρόνια, τότε που περνούσα ολόκληρο το καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα, κοντά στο χωριό μου, το Λαύκο, στην παραλία του Μικρού, όπως λέγεται. Ένας τόπος γαλήνης και ηρεμίας, τότε ειδικά που οδικά η πρόσβασή του ήταν αδύνατη.
Μια απέραντη αμμουδιά, με μια μοναδική αιγαιοπελαγίτικη θέα! Μπροστά να εκτείνεται η Εύβοια, αριστερά το μπουγάζι, ένα δύσκολο πέρασμα των ναυτικών, όταν η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη, αριστερά η Σκιάθος και αχνά να φαίνονται στο βάθος τα άλλα νησιά των Βορείων Σποράδων.
Πολλές φορές που καθόμασταν τα βράδια στην άμμο, απολαμβάνοντας τις μοναδικές αυτές στιγμές του ρεμβασμού, βλέπαμε να αναβοσβήνει διαρκώς ο «Λευτέρης». Μικρό παιδί, τον φανταζόμουνα έναν γίγαντα μέσα στο πέλαγος, να προσπαθεί να συμβάλει στην ομαλή και ασφαλή καθοδήγηση των πλεούμενων.
Το «φανάρι του Λευτέρη», όπως το έλεγε η γιαγιά μου, που θυμόταν πολλούς συγχωριανούς να είχαν εργαστεί κατά την ανακαίνιση και την δομική ενίσχυσή του, έγινε περίπου το 1920. Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που συνηγορούν στο να είναι ο φάρος του «Λευτέρη», ο αρχαιότερος στον κόσμο; Στο βιβλίο του Γ.Ι. Βάρσου με τίτλο «Οι περσικοί πόλεμοι», αναφέρονται τα εξής:
«Ο περσικός στόλος εκ 1.207 πολεμικών και 3.000 μεταγωγικών πλοίων διήλθε το στενόν της νήσου Σκιάθου και της Χερσονήσου της Μαγνησίας και αφού κατέστρεψε τρεις Ελληνικάς τριήρεις αποσταλείσας ως προσκόπους, ηγκυροβόλησεν εις τον παρά την Σηπιάδα ακτήν αναπεπταμένον όρμον, όταν ο Ελληνικός είχεν εισέλθει εις τον Μαλιακόν κόλπον και είχεν εγκαταστήσει παρατηρητήρια εις τα υψηλότερα μέρη της Ευβοίας προς παρακολούθησιν των κινήσεων του Περσικού στόλου.
Επειδή ο όρμος της Σηπιάδος ακτής δεν είχε μεγάλη έκτασιν, τα πλοία των Περσών ηγκυροβόλησαν εις 8 παραλλήλους γραμμάς, και τα μεν παρά την ακτήν επρυμνοδετήθησαν εις την ξηράν, τα δε άλλα έμειναν επί των αγκυρών των. Επειδή κατά την αγκυροβολίαν ήτο νηνεμία και θερινή εποχή, οι Πέρσαι εκ τούτου δεν υπελόγισαν ότι ήτο δυνατόν να υπάρξει κίνδυνος λόγω τρικυμίας.
Κατά το λυκαυγές όμως ηγέρθη σφοδρότατος ανατολικός άνεμος, όστις μεγάλην προξένησε θαλασσοταραχήν, ένεκα της οποίας εκ των ηγκυροβολημένων πλοίων, των εξωτερικών ιδία γραμμών, άλλα μεν ερρίφθησαν εις την Σηπιάδα ακτήν και συνετρίβησαν, άλλα προς την Μελίβοιαν και άλλα προς την Κασθαναίαν. Τα πρυμνοδεμένα εσώθησαν, καθόσον ανειλκύσθησαν εις την ξηράν.
Υπολογίζεται ότι περί τα 400 περίπου πολεμικά πλοία των Περσών καταστράφησαν εκ της καταιγίδος, πάμπολλα μεταγωγικά και πλήθος ανδρών συναπωλέσθησαν».
Αφού κόπασε η τρικυμία, πολλά Περσικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Τρίκερι και άλλα απέπλευσαν στον Ευβοϊκό κόλπο.
Πράγματι, οι Πέρσες κατεβαίνοντας το Αιγαίο κατά τη διάρκεια της δεύτερης αποτυχημένης Περσικής εισβολής, σ’ αυτό το σημείο έχασαν πολλές τριήρεις και πολεμιστές. Αυτά γίνονται το 480 π.Χ. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος έκτισε αλεώριο (ψηλό πύργο), που θεωρείται το αρχαιότερο στον κόσμο, παρέχοντας ασφάλεια στους ναυτιλομένους, 250 χρόνια πριν από το φάρο της Αλεξάνδρειας.
Λέγεται βέβαια, ότι χρησιμοποιήθηκε το ορυκτό δολομίτης (μείγμα μαγνησίου και ασβεστίου) από τα νταμάρια του Νοτίου Πήλιου (της Σηπιάδας, όπως αναφέρεται). Όπως αναφέρει και ο Ηρόδοτος, ο φάρος, ο «Λευτέρης», στήθηκε πάνω στον ύφαλο που έφερε το όνομα «Μύρμηξ».
Η περιγραφή του φανού σύμφωνα με την έκδοση του Υπουργείου Ναυτικών, Διεύθυνση Φάρων, συνταχθείσα το 1934 με τίτλο «φαροδείκτης», μας παρέχει στοιχεία για τους φάρους, φανούς και σημαντήρες των ελληνικών θαλασσών:
Ύφαλος Λευθέρης: (αρχ. Μύρμηξ), μεταξύ Σκιάθου, Μαγνησίας και Β. πλευράς Ευβοίας, μια έκλαμψις λευκή ανά πέντε δευτερόλεπτα, φέγγος εις καρσελ 78, φωτοβολία εις μίλια 14, σιδηρούν ικρίωμα μετ’εξώστου εφ’ου πυργίον, χρωματισμός ζώναι εναλλάξ μέλαιναι και ερυθραί.
Εγείρεται επ’αυτής ταύτης της υφάλου και ακολουθούν κάποιες παρατηρήσεις και σχόλια επ’αυτού: ο φάρος της υφάλου Λευθέρη, δεν είναι φάρος προσγειώσεως, αλλά φάρος ενδεικτικός της υφάλου.
Τα επικίνδυνα αβαθή της υφάλου Λευθέρη, εκτείνονται ως εξής από του φάρου. Επί 40 περίπου μέτρα προς ΕΑ, επί 120 προς ΜΒ και επί 60 προς ΑΖ και ΣΖ. Το δε δυτικό σκέλος του τομέως ελευθέρου πλου (λευκόν σταθερόν) του φάρου Ποντικονήσου, απέχει των επικίνδυνων αβαθών του Λευθέρη, 470 περίπου μέτρα.
Πολλοί των πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού, προτιμούν να διαπλέουν μεταξύ υφάλου Λευθέρη και της ακτής της Θετταλομαγνησίας, ευθυγραμμίζοντες τους φάρους Λευθέρη και Αργυρονήσου. Δεν θεωρούμεν αξίαν λόγου την υπό του τοιούτου διάπλου διευκόλυνσιν, παρουσιάζουσαν μάλιστα και κινδύνους.
Υπάρχει βέβαια καταγεγραμμένη και η χρονολογία 1920, που προφανώς αφορά στην ανακαίνιση και επιδιόρθωση τυχόν βλαβών του φάρου.
Ο φάρος Λευθέρη δεν θα μπορούσε να λείψει και από τις αναφορές του Μεγάλου Σκιαθίτη των Γραμμάτων, του μοναδικού Έλληνα μυθιστοριογράφου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο κυρ Αλέξανδρος στο έργο του «Ο φτωχός Άγιος», αναφέρεται στον «αντικρύ κείμενο Λευθέρη»!
Το περιεχόμενο αυτής της αναφοράς το ανέσυρα από τα Άπαντά του, τόμος Β’, σελ. 217-218, όπου την επιμέλεια και την κριτική έκδοσή τους, έχει κάνει ο συνεργάτης της Βικελαίας Βιβλιοθήκης και σεβάσμιος φίλος μας, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ένας από τους σημερινούς κορυφαίους φιλολόγους, λογοτέχνες και κριτικούς εκδότες. Χαρακτηριστικά, σας μεταφέρω τις σκέψεις και τις απόψεις του Παπαδιαμάντη: «Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, εθεωρείτο απαίσιος διά τους τιμίους θαλασσοπόρους.
Εχρησίμευε μόνον διά να εκβράζη η θάλασσα τα πτώματα των πνιγομένων, όσους ο αντικρύ κείμενος Λευτέρης-η περίφημος αυτή ύφαλος, ήν ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί, ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθή υψηλόν σήμα επ’ αυτής, όσους, λέγομεν, ο Λευτέρης ηλευθέρωνε κατά καιρούς, απαλλάτων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής.»
Φανοί…φάροι…φαροδείκτες! Μοναδική η μνημειακή τους αρχιτεκτονική, αλλά και η απλουστευμένη αισθητική τους, που μόνο θαυμασμό και εντύπωση προκαλεί στον καθένα μας. Έργα διαχρονικά που αποπνέουν δύναμη και αντοχή στους ανέμους και στις φουρτούνες αφενός, αφετέρου δε, σιγουριά και αυτοπεποίθηση στους ναυτικούς μας και στα σκαριά τους, που η μοίρα τους τα έταξε να πηγαινοέρχονται με του κάθε καιρού τα γυρίσματα!
Ο κάθε φάρος, σίγουρα από την χρηστική αξία για τους ναυτιλόμενους, διατηρεί και ενισχύει εικόνες και αισθήματα. Αισθήματα συγκεκριμένα, όπως αυτά της αυτάρκειας, της αντοχής και της δύναμης απέναντι στην μανιασμένη και έντονα άγρια φύση, όμως και αισθήματα σιγουριάς, καθοδήγησης, ασφάλειας και ελπίδας.
Και όλα αυτά διατεταγμένα σ ’ένα κλίμα μοναξιάς, απομόνωσης, μελαγχολίας και θλίψης. Δεν είναι τυχαίο, ότι κορυφαίοι της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας οδηγήθηκαν από τους φάρους για να δημιουργήσουν γι’ αυτούς. Άλλοι τους απεικόνισαν, τους φωτογράφησαν, φέροντάς τους μπροστά μας, προκαλώντας μας ανάλογα και ανάμεικτα συναισθήματα.
Το άρθρο μου αυτό, που αφορά στους πέτρινους φρουρούς της θάλασσας, αφού η 20η Αυγούστου γιορτάζεται σαν Παγκόσμια ημέρα φάρων, όπου το ελληνικό δίκτυο αριθμεί 144 πέτρινους φάρους και φανούς, το αφιερώνω στους πραγματικούς επίσης έμψυχους φρουρούς των θαλασσών! Στους αγαπημένους μου συγχωριανούς Λαυκιώτες ναυτικούς, που έδωσαν και δίνουν καθημερινά, τον σκληρό αγώνα της ζωής.
Ειδικότερα, στον ακριβό μου φίλο και συγχωριανό μου καπετάνιο, Γιάννη Μπουρμπούλια, που χάθηκε πρόωρα! Ένα σπάνιο και καλό παιδί, που οι φίλοι του, οι χωριανοί του και οι αγαπημένοι του, ποτέ δεν θα ξεχάσουν. Σαράντα μέρες μετά…Αγαπημένε μου φίλε, καλό σου ταξίδι!