Πολλά ήταν τα παλιά έθιμα που έμειναν ακόμα στην Κρήτη και κυρίως στα ορεινά  της μέρη. Έθιμα που αυτές τις μέρες, παραμονές των εορτών οι άνθρωποι τα τηρούσαν  με μεγάλη ευλάβεια.

Μπαίνοντας η σαρακοστή, η γνωστή σε όλους μας “σαρανταρά”, άρχιζαν την προετοιμασία τους για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς! Αυτή την περίοδο απαγορευόταν η κατάλυση κρέατος, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να παστώνουν τα θηράματά τους για να τα καταναλώσουν τα Χριστούγεννα.

Τότε ψυγεία δεν υπήρχαν. Επιτρεπόταν όμως να τρώνε ψάρι και αυτό μέχρι την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου. Μέσα στις ασχολίες αυτής της περιόδου ήταν η συγκέντρωση ξύλων για το άναμμα του φούρνου, αλλά και το μάζεμα μαράθων και νερατζιών για τον χοίρο. Οι γυναίκες έπρεπε να ζυμώσουν τα χριστόψωμα και τις γιορτινές κουλούρες. Δεν το είχαν σε καλό τους βέβαια να χρησιμοποιούν δικό τους προζύμι και ζητούσαν από τους γειτόνους, αρκεί αυτό να μην το έβλεπαν τα άστρα. Κάθε οικογένεια συνήθιζε να πηγαίνει ένα χριστόψωμο στην εκκλησία, προκειμένου ο ιερέας να το μνημονεύσει και για να συγχωρεθούν οι αποβιώσαντες από το σπίτι. Επίσης ορισμένα, μικρά κυρίως, χριστόψωμα, επρόκειτο να πάνε ή σε παιδιά αλλά και σε φτωχούς ανθρώπους. Την παραμονή της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων έπρεπε σχεδόν το κάθε σπίτι να σφάξει τον χοίρο του. Έβαζαν λοιπόν στη φωτιά ένα μεγάλο “μπακιροτσίκαλο” με νερό για να βράσει, τον μαδούσανε πλένοντάς τον και το κρεμούσαν στο χοιρόξυλο. Τον έκαιγαν μετά με αχινοπόδι για να μην έχει μείνει κάποια τρίχα και στην συνέχεια τον έτριβαν με νεράντζια αποκτώντας ένα άσπρο χρώμα σαν το χιόνι. Το κρέας του χοίρου το χρησιμοποιούσαν αναλόγως.

Την κεφαλή του χοίρου την έκαναν πηκτή και τα έντερά του λουκάνικα. Από το λίπος του χοίρου προέρχονταν τα περίφημα “σύγλινα”. Από τα μεριά του χοίρου τα απάκια. Το κάθε σπίτι ήταν υποχρεωμένο να φτιάξει κάτι απ’ αυτά. Υπήρχαν βέβαια και οικογένειες, σπίτια που δεν είχαν χοίρο, όμως εκείνοι που έτρεφαν φρόντιζαν να τους προμηθεύουν με κρέας. Έτσι κανένα σπίτι δεν έμεινε χωρίς το διατροφικό αυτό έθιμο. Τα φαγητά της ημέρας των Χριστουγέννων στο νησί μας ήταν το χοιρινό με το μάραθο, το βραστό χοιρινό που στο ζουμί έβαζαν ξυνόχοντρο οι νοικοκυρές και το τσιγαριαστό ή τσιγαριστό χοιρινό. Την παραμονή της μεγάλης αυτής εορτής έπρεπε ολόκληρη η οικογένεια από τον πιο μεγάλο  μέχρι και το πιο μικρό μέλος της, να λουστούν, να είναι καθαροί.

Τα κάλαντα τα έλεγαν το βράδυ της παραμονής και οι καλαντιστές έπαιρναν λάδι, αυγά, χριστόψωμο αλλά και χρήματα. Η νοικοκυρά όλη τη νύχτα ήταν στο πόδι, μαγειρεύοντας και μέχρι το ξημέρωμα περίμενε ν’ ακούσει τις καμπάνες για να πάει όλη η οικογένεια στην εκκλησία. Μπροστά ο πατέρας με την κουλούρα στο χέρι την οποία αφήνουν μαζί μ’ όλες τις άλλες για να τις ευλογήσει ο ιερέας. Πρόκειται για ένα μνημόνευμα των οικείων νεκρών που αυτή τη χρονιά “έφυγαν”. Μετά από το τέλος της λειτουργίας, όλοι μαζί γυρίζουν στο σπίτι, όπου τους περιμένει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι! Και τι δεν έχει ετοιμάσει η νοικοκυρά!

Όλα τα καλά μαζεμένα και ευλογημένα!

Ανατρέχοντας στο πλούσιο αρχείο των εφημερίδων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, εντόπισα την εβδομαδιαία εφημερίδα των απανταχού Κρητών με τίτλο: “Κρητικός Κόσμος”. Στο φύλλο της Δευτέρας 27ης Δεκεμβρίου 1937 κάνει λόγο σ’ ένα από τα επίκαιρα χριστουγεννιάτικα άρθρα της περιγράφοντας αλλά και φέροντας στα μάτια μας μια μοναδική εικόνα ενός παλιού γιορτινού τραπεζιού της προπολεμικής Κρήτης. Αν και απρόσκλητοι, πιστεύω ότι είμαστε καλοδεχούμενοι για “να πιούμε ένα κρασί” στο συγκεκριμένο τραπέζι:

“Η μητέρα περιμένει με στρωμμένο το τραπέζι. Και τι δεν έχει το τραπέζι αυτό!  Βραστό, χοντροζούμι, χοιρινό με μάραθα, τσίχλες, μπεκάτσες, πέρδικες, γιαννάκια, λαγούς, συκώτι χοίρου, σφουγγάτο, πηκτή και άλλα εδέσματα. Στέκονται όλοι γύρω στο τραπέζι, αλλά δεν αρχίζουν να τρώνε. Η μητέρα δεν τελείωσε ακόμα. Πρέπει να θυμιατίσει και εύχεται. Οι ευχές της δεν ακούγονται μόνο τις ψυθιρίζει. Έπειτα η μητέρα μοιράζει σε κάθε παιδάκι το Χριστοψωμάκι του και αυτό της ασπάζεται το χέρι. Τότε όλοι ήσυχοι και ευτυχείς γιατί κανείς δεν θα πεινάει την ημέρα αυτή, κάθονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι τρώγοντας  με ευχαρίστηση και περισσή χαρά. Όλη την ημέρα το χωριό διασκεδάζει. Επισκέψεις, δίσκοι με μεζέδες και καλό κρασί. Το τραπέζι πρέπει να μείνει στρωμένο και γεμάτο φαγητά κρασί και μεζέδες για δύο ολόκληρες ημέρες. Όλοι όσοι προσέρχονται στο σπίτι είναι καλοδεχούμενοι, πλησιάζουν,  κάθονται στο τραπέζι, τρώνε, πίνουν και εύχονται ό,τι το καλύτερο και προπάντων κάθε υγεία και χαρά”.

Άλλες εποχές, άλλοι καιροί, άλλα ήθη!