Και τι δεν έβλεπε το μάτι του ανθρώπου, όταν άνοιγαν εκείνες οι μεγάλες αυλόπορτες των σπιτιών της καστρινής πολιτείας; Αρκετές φορές βέβαια ήταν μισάνοιχτες, λες και το έκαναν επίτηδες οι νοικοκυραίοι τους, λες και ήθελαν να δείξουν, τέτοιες μέρες του Αυγούστου, στον κάθε περαστικό τις όμορφες αυλές τους και τους όμορφους κήπους, περιποιημένους με τις αμέτρητες γλάστρες γύρω από το πηγάδι, που πολλές φορές υπήρχε. Μία ανεπανάληπτη εικόνα σε τάξη και ομορφιά, σε ζωντάνια και φυσικότητα με κάθε λογής λουλούδια να στολίζουν εκείνες τις πετρόκτιστες πεζούλες, με τα θαυμάσια άλικα τριαντάφυλλα στους βαμμένους γαζοντενεκέδες και στα πήλινα κιούπια. Ολα αυτά, τόσο όμορφα κι απλά, σ’ έκαναν να καμαρώνεις και να θαυμάζεις με τις ώρες. Τι ήταν εκείνα τα πανέμορφα λουλούδια!… σκουλαρίκια, φτέρες, φούλια, γιασεμιά, μπιγκόνιες, γεράνια, μαστιχάκια, κατιφέδες και ό,τι χωράει το μυαλό του καθένα. Όλα φυτεμένα και προσεγμένα, με μια μοναδική τάξη, τέχνη αλλά και καλαισθησία. Αυτές οι ανεπανάληπτες εικόνες του Αυγούστου και γενικότερα του καλοκαιριού με μεταφέρουν στα παιδικά μου χρόνια, στο πατρικό μου σπίτι και στη γειτονιά μου, στο χωριό Λαύκος του Νοτίου Πηλίου.

Χαρακτηριστικό των πηλιορείτικων σπιτιών, ακόμα και των πιο φτωχών, ήταν οι κληματαριές τους. Τα σπίτια τότε  είχαν τη δική τους γραφικότητα. Το πατρικό μου με τη μεγάλη καμέλια, η οποία και σήμερα διασώζεται, αφού πρόκειται για ένα δέντρο ύψους πέντε και ίσως και περισσοτέρων μέτρων, αλλά και τα άλλα λουλούδια που δεν υπάρχουν πια… έφυγαν και εκείνα… Θυμάμαι τις γαρδένιες, τις ορτανσίες, τις αντζαλέες, τα σκουλαρίκια της αυλής του πατρικού μου σπιτιού. Ακόμα μου έρχεται η μυρωδιά, έντονη και βαριά, πολλές φορές από τα γαρδενάκια, όπως τα έλεγε η μακαρίτισσα η μητέρα μου. Πολλές φορές, θέλοντας να ευχαριστήσει κάποιον ιδιαίτερο επισκέπτη, συνήθως κάποιον από τους Αθηναίους που έχουν αγοράσει σπίτια στο χωριό μου, του προσέφερε ένα γαρδενάκι που τόσο μοσχοβολούσε! Τα θυμάμαι όλα αυτά και τόσα άλλα. Υπέροχες εκείνες οι αυγουστιάτικες βραδιές με τις βεγγέρες του χωριού μου!

Δεν γίνονταν μόνο στις αυλές των σπιτιών, αλλά και στις πεζούλες των δρόμων του χωριού μου. Πολλές φορές οι γειτόνισσες κουβαλούσαν και κάποιο πολυκαιρισμένο μαξιλάρι για να κάθονται πιο άνετα και πιο αναπαυτικά. Περιττό βέβαια να πω ότι η κάθε μια κρατούσε και κάτι. Φρούτα ή γλυκό κουταλιού που συνήθως ήταν βύσσινο ή καρύδι και φυσικά το απαραίτητο εργόχειρο με κάμποσες βελόνες. Αυτό που ήταν σίγουρο και γινόταν με τόση επιμέλεια και αδιάκοπη ήταν η συνεχής κουβέντα. Πολλές φορές δεν καταλάβαινα τα λεγόμενά τους, ίσως και να κουτσομπόλευαν κάποιο ή κάποια, καλοπροαίρετα βέβαια, αλλά σίγουρα μάθαινες όλα τα νέα της ημέρας και πολλές φορές η κάθε μια έλεγε την ιστορία της, θυμόταν τα νιάτα της, το γάμο της, τους γονείς της, τον τρόπο ζωής γενικότερα. Ώρες και στιγμές μιας “ζωντανής λαογραφίας”. Εκείνες οι μοναδικές βεγγέρες του χωριού μου πλάι στον βασιλικό και στον δυόσμο, το οποίο κάθε βράδυ ολοδροσίνιζε και μοσχομύριζε από το πότισμα.

Τέτοιες μέρες και τέτοιες στιγμές αποκτούσε οντότητα το καλοκαίρι, την ώρα που ήδη είχε δύσει ο ήλιος και το σούρουπο άρχιζε να παίρνει τη θέση του. Τότε βεγγερίζαμε ή αποσπερίζαμε, όπως λένε εδώ στην Κρήτη. Και όταν τέλειωνε το καλοκαίρι και παραχωρούσε την θέση του πρώτα στο μελαγχολικό φθινόπωρο και στη συνέχεια στον σκληρό χειμώνα, στεναχωριόμουνα, γιατί μαζί μ’ αυτό έφευγαν όλες εκείνες οι ευχάριστες στιγμές αλλά και εικόνες. Άλλες εκείνες οι εποχές, δύσκολες και σκληρές, οι άνθρωποι αγωνίζονταν για να επιβιώσουν, οι γονείς μας μας μεγάλωσαν με στερήσεις, με κόπους, αλλά δεν το έβαζαν κάτω. Δεν τους θυμούμαι σκυθρωπούς ούτε μελαγχολικούς, αλλά όλοι τους τότε σε μεγάλο ποσοστό διατηρούσαν το θάρρος τους και την καλή τους διάθεση. Εργαζόντουσαν από το πρωί έως το βράδυ και δεν τους απέλειπε το θάρρος, η ψυχική αντοχή και η εγκαρτέρηση. Δεν κλονίζονταν εύκολα και προσπαθούσαν να μας περάσουν το μήνυμα ότι η χαρά και η ευτυχία ανήκει σ’ όλα τα πλάσματα του Θεού, αρκεί να κοπιάσει κανείς για να κατακτήσει αυτά τα αγαθά.

Τους θυμάμαι στα γλέντια του χωριού μου και στις χοροεσπερίδες, όπως τις έλεγαν, που ήταν αρκετές κατά τις γιορταστικές περιόδους των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Αποκριάς.

Όμως, όσο θυμάμαι τα παλιά, τόσο και ξεφεύγω από το θέμα μου, αυτό των αυγουστιάτικων καθημερινών εικόνων.

Έτσι ήταν εκείνο τον καιρό η ζωή στο χωριό μου, τον Λαύκο. Ένα χωριό από τα πιο όμορφα του Πηλίου με θέμα διπλή, αφενός προς τη θάλασσα του ήρεμου Παγασητικού και αφετέρου προς το μόνιμα ταραγμένο Αιγαίο. Ένα χωριό με ήρεμη ζωή, πνιγμένο στο πράσινο των κήπων του και των ελαιώνων του. Συμμαζεμένο, καθαρό νοικοκυρεμένο, όπου μαζί με το τρυφερό αυγουστιάτικο απόι έρχεται στα αυτιά τού του κάθε επισκέπτη και η ανάσα του. Όμως τον τελευταίο λόγο τον έχει η μαγευτική του πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια και τα δύο μεγάλα κυπαρίσσια που χρόνια τώρα φρουρούν την εκκλησία του χωριού μου, την βασιλική του Γενεθλίου της Θεοτόκου, όπου είναι αφιερωμένη και γιορτάζει στις 8 του Σεπτέμβρη. Μέρες Αυγούστου… με το απαλό αεράκι που ξεκινάει από τα ψηλώματα του Πηλίου και με το ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι να κάνει έντονη και τόσο επιβλητική την παρουσία του!