«Τέχνη καθ’ οδόν» λεγόταν ένας θεσμός και πλέον Φεστιβάλ που ξεκίνησε πριν πέντε χρόνια κι ήταν μεγάλη γιορτή στο κέντρο και σε κάποιες γειτονιές του Ηρακλείου. Μέρες έκφρασης, χαράς, χρωμάτων, μουσικής και θεαμάτων στις πλατείες, στους δρόμους, στις ψυχές.
Μετά ήρθε η πανδημία κι όλα σταμάτησαν και γκρίζαρε η πόλη όμως την ίδια στιγμή την έβλεπα πιο καθαρή από ποτέ. Αφού δεν κυκλοφορούσαν οι άνθρωποι, τα σκουπίδια περιορίστηκαν, οι τοίχοι αναστέναξαν από χαρά που δεν βανδαλίζονταν πολύ και οι δρόμοι, για τους πεζόδρομους κυρίως μιλάω, ανακουφίστηκαν από τα πολλά τροχοφόρα.
Και φέτος δειλά στην αρχή, με μεγάλη φόρα αργότερα, ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους. Και αναστέναξαν εκείνοι πάλι, αυτή τη φορά από το βαρύ φορτίο που τους φορέσαμε, από τη βρωμιά και την απερισκεψία μας.
Χθες πήρα και πάλι το ποδήλατο μου το ξημέρωμα. Συνήθεια χρόνων που δίνει ζωή, ανάσες και χρώμα στη μέρα μου. Ήξερα πως κάποιοι γνωστοί καλλιτέχνες της πόλης προσπαθούσαν και πάλι να αφήσουν το στίγμα και την δική τους φωνή κι ομορφιά στους δρόμους της. Στόλισαν με τεράστιες εικόνες τους τοίχους, μπήκε η Ιστορία ξανά στις πλατείες. (Να πάτε να δείτε την υπαίθρια έκθεση από το Ιστορικό Μουσείο στην πλατεία Ελευθερίας). Οι δρόμοι αρχίσαν να φιλοξενούν Ανθρώπων Έργα που φωνάζουν το σήμερα, το χθες, το αύριο.
Έτρεξα με μεγάλη χαρά να δω τα έργα του Μανόλη Αποστολάκη και του Μάνου Πολιτάκη στον πιο κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Μπροστά από τα δικαστήρια.
Πριν ακόμα φτάσω κοίταξα όπως κατέβαινα αριστερά την μοναδική μαρμάρινη πόρτα τους που κι αυτή δεν έχει γλιτώσει από την «αγάπη» κάποιων ανεγκέφαλων. Ξέρετε για ποιαν μιλώ, εκείνη την Πύλη, απομεινάρια του Μοναστηριού του Αγίου Φραγκίσκου που μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε από τους Τούρκους στους δικούς τους Στρατώνες τότε, και σώθηκε από τους τότε βάνδαλους αλλά σήμερα την γεμίζουμε μπογιές και συνθήματα και οι περισσότεροι αγνοούμε την αξία της.
Κι ύστερα σταμάτησα μπροστά στο υπαίθριο έργο των δυο αξιόλογων συμπολιτών μας ακριβώς στη μέση της πεζοδρομημένης πια Δικαιοσύνης που φέρουν τον τίτλο:
«Φθορά – έκθεση σε κίνδυνο»
Κι όπως λένε οι καλλιτέχνες: «Πρακτικά και εννοιολογικά εκτεθειμένα εκθέματα, απροστάτευτα εικαστικά έργα, μέσα στο δημόσιο χώρο. Σύμπραξη– συνέργεια ενός φωτογράφου με ένα εικαστικό. Με ένωση ξύλου, μετάλλου, κάρβουνου – φωτιάς, χάραξης, φωτογραφικού χαρτιού, εικαστικού και φωτογράφου.
Μια σύνθεση από μικτά υλικά σε έκθεση σε δημόσιο χώρο. Καθ’ οδόν. Άλλωστε μες την πανδημία πού αλλού; Απόσταγμα εγκλεισμού. Δημιουργικά φιλτραρισμένο απόσταγμα, μάσκα ανάμεσα στο τοξικό και στο Άλλο. Εμείς σε αγώνα με σύμμαχο το αυτό το «Άλλο». Από τους τυχερούς. Μια σειρά από 20 «μαύρες» φόρμες – φιγούρες – κατασκευές σε διάλογο μεταξύ τους και με κάποιους απ’ τους λιγοστούς περιπατητές…»
Και άντεξαν αυτά τα έργα όχι πάνω από μερικές ώρες. Ήδη είδα τις πρώτες καταστροφές κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Η εικόνα της Παναγίας σχεδόν κατεστραμμένη και τα καρφιά πάνω στα σώματα πετάμενα ή καρφωμένα βαθιά με μίσος και φθόνο… απερίγραπτο. Πρόλαβα λίγο να φωτογραφίσω τα απομεινάρια μιας νύχτας. Κι έφτασε εκεί κι ο Μάνος Πολιτάκης που με το ιδιαίτερο χιούμορ του προσπαθούσε να φτιάξει τα ….άφτιαχτα!
Και το αποτελείωμα της προηγούμενης νύχτας ήρθε το βράδυ του Σαββάτου και το ξημέρωμά της Κυριακής τα έργα απλά βανδαλίστηκαν στο έπακρο.
Το έλεγε ο τίτλος, αναμενόμενη η μανία κάποιων, αλλά τόσο πολύ, γιατί; Τόσο σύντομα να εξαφανίσουμε την Τέχνη, ένα κομμάτι πολιτιστικής έκφρασης να το καταστρέψουμε με τόση μανία; Άφωνη στις πρώτες εικόνες… Μοιραία περνούν από το μυαλό χίλες σκέψεις και απορίες.
Που είναι η παιδεία μας; Που είναι το φιλότιμο; Καταστρέφουμε ό, τι με κόπο δημιουργεί ο άλλος και το προσφέρει απλόχερα για να γεμίσει κενά μυαλού και χώρου και ας μην το καταλαβαίνουν κάποιοι. Πώς μπορούμε τόσο βάναυσα να βγάζουμε τέτοια κτηνώδη συμπεριφορά; Αλλά θα μου πείτε δεν βλέπεις τι γίνεται στις μέρες μας με τόσες δολοφονίες – γυναικοκτονίες, τόση ασυδοσία και καταπάτηση των πάντων.
Δεν σχολιάζω εδώ πολιτικές στάσεις! Αγανακτώ για την σημερινή εικόνα μας που ταξιδεύει εν ριπή οφθαλμού μέσω διαδικτύου σε ολόκληρο τον κόσμο. Πονά η ψυχή μου για την κατάντια του νέου κτηρίου της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, για τις αφίσες που δεν μαζεύονται από εκεί και παντού, για τα συνθήματα πάνω στα μάρμαρα, για την ασχήμια και κατάντια που συνήθως οφείλεται σε λίγους ανεγκέφαλους και προβληματικούς ανθρώπους.
Κι εμείς τι κάνουμε; Τι κάνει η Πολιτεία; Αλήθεια αφήσαμε πάλι στο έλεος το κέντρο και όλη την πόλη; Πούυ είναι η φύλαξη να κοιμόμαστε ήσυχοι; Πού είναι; Στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Εντάξει, σιωπώ! Αλλά ξέχασα, μόνο κτήρια άδεια πολιτικών γραφείων μπορούν να φυλάσσουν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Ποιος να ασχοληθεί με είκοσι εικόνες από ξύλο, φωτογραφίες και σίδερο… Ποιος πλήρωσε ποτέ για βανδαλισμό; Ποιος τιμωρήθηκε για τα σκουπίδια του, για την κατάντια του και για την απερισκεψία του σε βάρος άλλων και όλων;
Πήγατε αλήθεια να δείτε την έκθεση του Τάκη (Κωνσταντίνου) Περάκη στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου; «Άνθρωπος: Περιπατητής σε Αμφιλεγόμενη Πορεία» ο τίτλος!
Δυνατές εικόνες πάνω σε καμβά, με ένταση, χρώμα, κίνηση, σκέψη, άγριες αλήθειες, φόβοι δικοί μας και των άλλων, σημάδια καιρών. Μια σπουδαία έκθεση που ο καθένας μας οφείλει να δει, να προβληματιστεί, να θαυμάσει, να συνομιλήσει τον ίδιο τον εικαστικό, να μάθει, να ακούσει να δει από άλλη οπτική γωνία τον. Άνθρωπο του σήμερα και του αύριο.
Πόση Τέχνη άραγε αντέχει τούτη η πόλη; Πόση καταστροφή πρέπει να γίνει ακόμα σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία για να κάνουμε κάτι;
Θυμήθηκα τα «πράσινα δίχτυα της Ιστορίας» ένα κείμενο που ήταν η αρχή μιας σειράς πάρα πολλών άλλων και που αν κι έχουν περάσει εννέα χρόνια τίποτα δεν άλλαξε ως προς αυτό.
Πήρα το ποδήλατό μου κι ανηφόρισα τους αφιλόξενους δρόμους στους ποδηλάτες… ίσαμε το σπίτι μου!
Δεν έχει παραμύθια σήμερα κι όμορφες εικόνες του χθες. Το σήμερα μου χάλασε την διάθεση!
Τελικά πόσες ώρες αντέχουμε την Τέχνη;
Φωτογραφίες: Μανόλης Αποστολάκης, Μάνος Πολιτάκης Ελένη Μπετεινάκη