Είναι μια χειμωνιάτικη μέρα, κρυμμένος ο ήλιος, ούτε οι σκιές φάνηκαν. Το ηλεκτρικό αναμμένο όλη μέρα να δίνει μια ψευδαίσθηση φωτεινότητας. Κι η σόμπα του υγραερίου κι αυτή αναμμένη, ζεστή συντροφιά με το ελαφρύ χουρχούρισμα τής μπλε φλογίτσας. Λες είμαστε τυχεροί ακούγοντας στις ειδήσεις του ραδιοφώνου πολλές περιοχές να βρίσκονται στο σκοτάδι χωρίς ρεύμα. Σκέφτεσαι τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς των προσφύγων. Άρχισαν να ανακοινώνονται και ειδήσεις θανάτων λόγω ψύχους – πάντα πουλούσε η μακάβρια είδηση. Μες στην απομόνωση των καιρών έχεις την επικοινωνία του διαδικτύου, όχι ότι το θεωρείς απαραίτητο και αναντικατάστατο κακό. Αναμένεις να φτιάξει ο καιρός για να ανταμώσεις δύο-τρεις φίλους δια ζώσης.
Αν και σκέφτεσαι ότι τότε, ίσως με το φόβητρο της εξελισσόμενης πανδημίας και κάποιας νέας έξαρσης του ιού, θα στο απαγορέψουν κι αυτό δια ροπάλου. Και καλά εσύ, σκέφτεσαι, ίσως αντέξεις τη συνεχιζόμενη πίεση, έχεις πια μεγαλώσει. Ακούς όμως, δεν μπορείς να κλείσεις τα αυτιά στις αγωνίες παιδιών φίλων, που απότομα βίωσαν τον πρωτόγνωρο εγκλεισμό. Στεναχωριέσαι σαν βλέπεις νέα παιδιά θλιμμένα, να τους λείπει το χαμόγελο, η ενεργητικότητα. Το στόμα τους κλειστό, τελεία και παύλα ζωγραφισμένη στα σφιγμένα χείλη τους. Έχεις την έγνοια τους. Προσπαθείς να μαθαίνεις νέα τους. Φοβούνται-φοβούνται. Χάλασε ο καιρός, βρέχει, θα πλημμυρίσομε, λένε, κι ας μένουν στον πρώτο όροφο υπερυψωμένα από τον κίνδυνο. Πώς να μην θλίβεσαι όταν μαραίνεται η ελπίδα. Γιατί σ’ αυτά τα παιδιά ελπίζουμε…