Στις μνήμες που τόσο παράλογα δεν ξεφτίζουν ακόμα, ο αδελφός μου θυμάται αυτόν τον ήχο, τον ήχο της καμπάνας της εκκλησίας που χτυπούσε αρχές Σεπτέμβρη στο μικρό χωριό μας!

Ο ήχος της αρχής, όχι για εκκλησιασμό παρά για το σχολείο, το μικρό διθέσιο δημοτικό μας με τον κ. Αλκιβιάδη και την κ.Φωφώ.

Εγώ πάλι τέτοιες μέρες που τα παιδικά μας χέρια είχαν ακόμα τα σημάδια του τρύγου μυρίζω ξανά και ξανά αυτή τη μυρωδιά της δερμάτινης σάκας που μου είχε κάνει δώρο ο νονός μου.

Καφέ δέρμα, παραλληλόγραμμη με δύο τσέπες μπροστά και δύο λουριά πλάτης στο πίσω μέρος.

Τι παράλογο αλήθεια αυτή η σχολική σάκα να πρωταγωνιστεί στις σχολικές μου μνήμες παρόλο που δεν την κράτησα ποτέ.

Μονάχα τη μύρισα, τη χάιδεψα και τη χάρισα στον αδελφό μου.

Η μαμά με έπεισε ότι ήταν για αγόρι και όλη τη χρονιά την θαύμαζα στην πλάτη του αδερφού μου και την άφησα για πάντα στις μνήμες μου σαν εκείνους τους έρωτες τους ανεκπλήρωτους που μπορούμε να ζούμε μαζί τους, παράλληλα και δίπλα τους!

Φορούσαμε τα καλά μας πουκαμισά και σορτσάκια, υφασμάτινα τα αδέλφια μου και εγώ το καλό μου φόρεμα που είχα για τις Κυριακές.

Όλα σηματοδοτούσαν γιορτή, η καμπάνα της εκκλησίας, τα σχολιανά μας ρούχα, οι κανόνες συμπεριφοράς που είχαν φορεθεί  ξανά μετά από ένα αδυσώπητο καλοκαίρι, διπλωμένοι σε ξύλινη κασέλα με ναφθαλίνη ανάμεσα.

Γι’ αυτό μυρίζουν ακόμα ναφθαλίνη, γι’ αυτό και η φωνή μας δεν έβγαινε μπροστά στον  δάσκαλο μόνο τα μάτια μας σηκώνονταν αργά ανοδικά για να τον δούμε  και να νιώσουμε προδομένοι από το καλοκαίρι που άφησε την τελευταία του πνοή στη ματιά του!

Αγωνία στα μάτια του πατέρα και της μάνας δεν είδα ποτέ εκείνη τη μέρα, μόνο ίσως ανακούφιση που επιτέλους θα είμαστε ασφαλείς, σωστοί και…ακίνδυνοι!

Το χέρι τους αφέθηκε από την πρώτη μέρα, στο δρόμο για το σχολείο στο διάβασμα στο παιχνίδι. Μόνο κάπου κάπου σηκωνόταν με τον δείκτη να κουνιέται πάνω κάτω όταν ο δάσκαλος μαρτυρούσε το μυστικό μας καταφύγιο  με το αδιάβαστο μάθημα, την άλυτη άσκηση, τη λάθος ορθογραφία!

Και κάπου κάπου αυτό το χέρι του πατέρα σηκωνόταν ξανά για να ξύσει με ένα μαχαίρι το μολύβι όταν η ξύστρα είχε εξαφανιστεί.

Πόσο μου λείπουν αυτά τα χέρια τους αυτές τις μέρες κι ας  μην είμαι μαθήτρια πια, κι ας είμαι από την αντίθετη πλευρά, εκείνη του δασκάλου.

Εγώ δεν ένιωθα τότε το άγχος και την αγωνία του δικού μου δασκάλου, δεν ένιωσα τη δική του αρχή, τη δική του δυσκολία.

Χρόνια τώρα αυτή τη μέρα βλέπω τα κύματα του καλοκαιριού να φέρνουν στην αυλή του σχολείου γονείς με την ίδια ματιά  να κρατούν σφιχτά  παιδιά από το χέρι και να μη τα χάνουν λεπτό από τα μάτια τους!

Χρόνια τώρα αυτήν τη μέρα των δυνατών συγκινήσεων κλείνω την αγωνία στα μάτια μου και προσεύχομαι και φέτος  να  καταφέρω να πιάσω το χέρι τους όπως το κρατάει τώρα η μαμά μέχρι που να μπλεχτούν τα δάκτυλά μας σε ταξίδια που δεν θα χορτάσουν ποτέ!

Σε ταξίδια που πάντα θα επιστρέφουν ασφαλή!

Σε ταξίδια με μόνη πυξίδα την αγάπη, κόντρα στους δύσκολους καιρούς!

Και τότε βλέπω το χέρι του πατέρα να σηκώνεται για να ξύσει το μολύβι που θα βάλω στη τσάντα μου.

Μυρίζω την δερμάτινη τσάντα του αδελφού μου, φοράω το καλό μου φόρεμα  και σηκώνω τα μάτια αργά, ανοδικά και χαμογελάω στον δικό μου δάσκαλο σε εκείνο το μικρό χωριό!

Καλή σχολική χρονιά σε παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς.