«[…]Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο[…]». Ήταν το παράπονό του, σύμφωνα με τα «Φύλλα Ημερολογίου». Βέβαια, είχε και απορίες για τη ζωή, «Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιός έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες[…]», καθώς και σκέψεις για τις μάταιες ανθρώπινες σχέσεις, το θάνατο, «[…Για αυτό σας λέω μη ζητάμε περισσότερα κι αργότερα[…]ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός θα τις σβήσει σιγά-σιγά…]» («Νυχτερινή ευωδία). Και ο έρωτας; Ποια θέση είχε ο έρωτας στην ποίησή του; Η απάντηση είναι ρομαντική, με λυρική διάθεση, πηγή ζωής και ποιητικής έμπνευσης, «[…]
Κι η Άννα γελούσε όταν γελούσε ήταν σα να σκόρπιζε γιασεμιά[…]» («Ο πρώτος στίχος»), «[…]γυναίκες που αγαπήσαμε ενώ έξω από τα παράθυρα δυνάμωνε η βροχή[…]» («Ώρα του λυκόφωτος»). Πίστευε στα όνειρα, ζούσε με τα όνειρα, «[…]ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου[…] («Ο πρώτος στίχος), ταυτόχρονα σκεφτόταν τον Θεό, «[…]κι ύστερα κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου, τι απεραντοσύνη, πόσα άστρα[…]» («Η στάχτη»).
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν βιωματικός, με πονεμένα νεανικά βιώματα από τις εξορίες και τους μεταπολεμικούς πολιτικούς αγώνες. Στην αρχή έγραφε αντιστασιακή, κυρίως κοινωνική ποίηση, αργότερα πέρασε και στην υπαρξιακή ποιητική όχθη ως ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Ποιητικοί του φάροι, ο Καρυωτάκης, ο οποίος του μετέδωσε την απαισιοδοξία, την μελαγχολία και την δραματικότητα, και ο Καβάφης που του κληροδότησε την λιτότητα στο λόγο και την αφαίρεση στην ποιητική σκέψη. Η ποίησή του, αν και ο Βύρων Λεονταρίτης την πρώτη μεταπολεμική γενιά την χαρακτηρίζει «Η ποίηση της ήττας», δεν αναφέρεται, δεν εννοεί και δεν ταυτίζεται με αυτή την ορολογία.
Αγαπούσε τον ελεύθερο στίχο, την αποσπασματικότητα και τις μεταφορές, τις οποίες ενάλλασσε με τις παρομοιώσεις και μερικές φορές την υπερβολή. Το λεξιλόγιό του καθημερινό, γεμάτο ρεαλισμό, λειτουργούσε ως πίνακας ζωγραφικής που στον καμβά του απεικονίζονταν φαντάσματα του παρελθόντος, ωραίες γυναίκες, ένα ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα, τα φθινοπωρινά φύλλα και η χειμωνιάτικη βροχή που χτυπούσε επίμονα το θολό τζάμι των αναμνήσεών του…
Το ποιητικό του έργο βροντοφωνάζει διαχρονικά «παρόν!» υμνώντας τον ανθρώπινο πόνο, τα απραγματοποίητα όνειρα, ατομικά και εθνικά, καθώς και την ίδια τη ζωή μέσα από την σκοτεινή παρουσία του θανάτου. Τελικά, ο ίδιος ομολόγησε, «Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να ζήσω[…]» («Το πουλί με τις αλήθειες»), καθώς ως μεγάλος ποιητής έλεγε πάντα την αλήθεια, πολέμησε την λήθη (α-λήθεια) και συντάχθηκε με τη Ζωή και την Τέχνη.
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος