Μόλις που σιγοφαίνονται τα φώτα του Μεγάλου Κάστρου. Αμυδρά, θαμπά, μέσα από την υγρή φθινοπωριάτικη ατμόσφαιρα που συνήθως αυτή την εποχή παρατηρείται. Από τα βαθιά κιόλας χαράματα, μαστόροι και καλφάδες, παραγιοί και άλλοι βοηθοί, βρίσκονται στο πόδι, πάνω στη μεγάλη φούρια. Μια διαρκής οχλαγοή, φωνές και προσταγές, κινήσεις γρήγορες και κάποιες… καθαρές κουβέντες, που συνηθίζουν οι φτασμένοι μαστόροι να λένε στους μαθητευόμενους.

Παρόλα αυτά όλοι και όλα γίνονται ένα, παίρνοντας ένα ξεχωριστό χρώμα και δίνοντας μια πρωτόγνωρη αίσθηση δημιουργίας και χαράς.

Αυτοί είναι οι βαρελάδες και η γειτονιά τους, τα βαρελτζίδικα, που άρχιζε από την Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο λιμάνι μέχρι το Μπεντενάκι, την “χωράφα”, όπως αποκαλούσαν οι παλιοί Ηρακλειώτες την περιοχή που εκτείνονταν μεταξύ των οδών Μονής Αγκαράθου και Μητσοτάκη.

Δίκαια πήρε το όνομα αυτή η γειτονιά από τα εργαστήρια που είχε. Εκεί συναντούσε κανείς τους μαστόρους, τους βαρελάδες, μια πολυπληθή τάξη εκείνη την εποχή που κατασκεύαζε καινούργια βαρέλια, αλλά και επισκεύαζε τα μεταχειρισμένα ξύλινα. Σ’ αυτή τη γειτονιά, με το πρωινό πούσι του Σεπτέμβρη, του φθινοπώρου γενικότερα, μέχρι και την έντονη δροσεράδα του απόβραδου, οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούσαν, μέσα σε αστεία και πειράγματα. Ένα επάγγελμα στις δόξες του, αφού υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα σταφύλια και δεν ήταν στο χέρι του κάθε εμπόρου ή της κάθε Ένωσης να τα παίρνουν έναντι εξευτελιστικών τιμών.

Τα κρητικά σταφύλια και τα κρητικά κρασιά (κόκκινα, λευκά και ροζέ), σύμφωνα με τον κορυφαίο Γάλλο περιηγητή, ιατρό, φυσικό και χημικό αλλά και βοτανολόγο, τον Τουρνεφορ, ήταν περιζήτητα στις αγορές του εξωτερικού, όσο και του εσωτερικού. “Όποιος δοκίμαζε τα κρητικά κρασιά, περιφρονούσε όλα τα άλλα”, έλεγε ο ίδιος. Πολλές πληροφορίες και αρκετά στοιχεία για τη συντεχνία των βαρελάδων, αλλά για τόσα άλλα πράγματα, που σημάδεψαν και διαμόρφωσαν τη ζωή αλλά και την κοινωνία του Μεγάλου Κάστρου, μας δίνει -ποιος άλλος;- ο Μηνάς Βαρδαβάς, ο γνωστός Μήβας. Τα παρακάτω στοιχεία, υποκλινόμενος στην προσφορά του και σεβόμενος τη μνήμη του, τα έχω πάρει από ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα “ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ” στις 14-6-1971. Μας αναφέρει λοιπόν ο γνωστός Καστρινογράφος:

“Τα βαρελτζίδικα λοιπόν για να επανέλθωμε στο κυρίως θέμα μας ήσαν εγκατεστημένα από την αρχή της Πλατείας Αγίου Δημητρίου σε ολόκληρο το μήκος της δυτικής πλευράς της οδού Μονής Αγκαράθου μέχρι το κέντρον “Φλοισβος” στο Μπεντενάκι και την “χωράφα” που σήμερα διατηρείται ακόμη το ένα από τα τρία βαρελετζίδικα του Δημητρίου και Γεωργίου Φαρσάρη. Από την άλλην την ανατολικήν πλευράν της Εκκλησίας υπήρχον βαρελτζίδικα μέχρι του τέλους της οδού Λοχαγού Μαρινέλη στο λιμάνι εδώ υπάρχει το άλλο βαρελτζίδικο του Νικολ. Τζαγάκη και στην οδόν μονής Αγκαράθου το τρίτον υπάρχον του Μανωλάκι Παδόκη. Τα τρία αυτά βαρελτζίδικα ασχολούνται σήμερα μόνο με επισκευές βαρελίων του κρασού που διατηρούνται ακόμη στα χωριά.

Ονομαστοί τεχνίτες καταστηματάρχαι βαρελοποιοί ήσαν ο Ιωάν. Παπαδάκης ο Ξυδιανός, ο Χαρίδημος Ζαχαριουδάκης, ο Γεώργιος Παπαδάκης ο Σαμπαθιανός, ο Νικόλας Τζαγάκης, ο Κων. Κουμπαράκης, ο Κων. Κουμπενάκης, ο Μακρή Μανώλης ο Πορτσάκης ο Απολυταράς, ο Αντων. Δουλγεράκης ο Ελληνικός ο Στυλιανός Βουρεξάκης και άλλοι εξαιρετοί τεχνίται λόγω όμως της παρουσιαζομένης αυξήσεως της εργασίας κατα τους μήνας Σεπτέμβριον ως τον Μάρτιον ήρχοντο και άλλοι τεχνίται βαρελοποιοί και ειργάζοντο στο Ηράκλειο από την Μυτιλήνη και τα νησιά του Αγαίου ως από την Σαντορίνη ο Χριστόδουλος Χάλαρης ο πατέρας των λαδεμπόρων Ευαγγέλου και Σπύρου, ο Νικόλας Παράβολος ο περίφημος για τα αστεία του Νικόλας που τελευταία εγκαταστάθηκαν μονίμως στην πόλιν μας”.

Με τα ξύλινα βαρέλια (κρασοβάρελα), λαδοβάρελα και κιτροβάρελα), γίνονταν οι μεταφορές των εκλεκτών προϊόντων του τόπου μας, λαδιού, κίτρων και κρασιού στις διάφορες αγορές εσωτερικού και εξωτερικού. Η μεγαλύτερη απασχόληση βέβαια των βαρελάδων ήταν με τα ξύλινα λαδοβάρελα. Από το 1920 και μετά εμφανίζονται τα σιδερένια βαρέλια του λαδιού που παραμέρισαν τα ξύλινα.

Ήταν λογικό εξάλλου, αφού και οικονομικότερα ήταν και πιο ανθεκτικά, αφού οι φθορές τους ήταν ελάχιστες. Έτσι άρχιζε να μειώνεται και το εργατικό δυναμικό αυτής της συντεχνίας και η τάξη να παρακμάζει. Μέσα σε μια πεντηκονταετία από το 1920 μέχρι το 1970 οι βαρελάδες από 60-65 έπεσαν στους 4 και τα 17 βαρελάδικα περιορίσθηκαν στα 3. Εκτός από τα βαρέλια λαδιού, περιορίστηκαν και τα κιτροβάρελα.

Ενώ μέχρι τότε εισάγονταν από τους εμπόρους ξυλεία οι λεγόμενες “ντόγιες”, τώρα έρχονται έτοιμα κιτροβάρελα από τον Πειραιά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Όσο για τα κρασοβάρελα, έρχονταν οι λεγόμενες “Μπόμπες”, τις οποίες γέμιζαν κρασί και τις φόρτωναν στα αμπάρια των πλοίων. Τέλος στα χωριά οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα λεγόμενα βαρέλια της “στίβας”, αλλά και αυτά έπαψαν να υπάρχουν, δίνοντας τη θέση τους στις τσιμεντοδεξαμενές που άρχισαν δειλά-δειλά να κατασκευάζονται. Δίκαια λοιπόν η τάξη αυτή με τους τεχνίτες της αρχιζε να παρακμάζει και φυσικά σιγά σιγά να εξαφανίζεται. Και όπως όλες οι συντεχνίες, έτσι και αυτή η μεγάλη συντεχνία των βαρελοποιών, είχε ως προστάτη Άγιο της, τον Άγιο Δημήτριο. Την ημέρα της εορτής γινόταν αρχιερατική θεία λειτουργία και συμμετείχαν όλα τα μέλη της συντεχνίας.

Όμως… ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί που λέει και το τραγούδι. Σήμερα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει. Η εισαγωγή των πλαστικών και των γαλβανιζέ δοχείων έχει κατακλύσει την αγορά και τα ξύλινα γενικά βαρέλια, έχουν καταργηθεί. Σπανίζουν οι τεχνίτες τους και οι βοηθοί τους, οι φωνές και τα πειράγματά τους…

Όλα έχουν σιγήσει εκεί κάτω στη  “χωράφα”, η οποία δεν υπάρχει πια. Γέμισε ο τόπος από οικοδομήματα και πολυκατοικίες… εκεί στο “Μπετενάκι”, στην αγαπημένη περιοχή των Καστρινών, όπου περνούσαν ατέλειωτες ώρες και έκαναν τη βόλτα τους τ’ απογεύματα του καλοκαιριού, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο. Κι εμείς οι νεότεροι ακούγοντας τις αναμνήσεις των μεγαλυτέρων και διαβάζοντας τα γραφόμενα του Μήβα, μαθαίνουμε… γνωρίζουμε… αναπολούμε.