«Καλά Χριστούγεννα» ήτανε πάντα μια ευχή ξεγνοιασιάς και παιδικής έξαρσης. Όμως μέσα στη σφοδρή εποχή της Γάζας και της Ουκρανίας ποιά ξεγνοιασιά να έχουμε και ποια παιδική έξαρση; Και όχι σαν «Χριστούγεννα», αλλά ούτε και «Χριστού Γέννα» – που έρχεται σαν δεύτερο νόημα στο μυαλό μας όπως το θέλει η Χριστιανική Θρησκεία, που το απευθύνει αυτές τις μέρες σε έναν σημερινό κόσμο φτιαγμένο για καταναλωτισμό. Όχι, ο Χριστός δεν έρχεται για να ευλογήσει τη σήψη, τον θάνατο, την εκμετάλλευση.

«Με τη γέννησή του, οι άνθρωποι που κατοικούν στο σκοτάδι είδαν φως δυνατό – και για όσους μένουν στη χώρα που τη σκιάζει ο θάνατος, ανέτειλε ένα φως για χάρη τους» έγραψε κάποτε στο Ευαγγέλιό του ο Ματθαίος. Ποιό ήταν εκείνο το φως που ανέτειλε τότε, θα το μεταφέρει πολύ αργότερα με τη γραφίδα του ένας άλλος ευαγγελιστής, ο Λουκάς, καταγράφοντας τα λόγια του ίδιου του Χριστού: «Στάλθηκα να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς. Να θεραπεύσω τους ψυχικά τσακισμένους. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά. Στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους». Πάλι το φως. Το φως της παρηγοριάς που σημαίνει επιμονή, γιατί έχουν περάσει από τότε δυό χιλιάδες χρόνια και δεν έχει γίνει τίποτα από αυτές τις υποσχέσεις. Γιατί ο Χριστός δεν γεννιέται μέσα μας. Παραμένει ένας ξένος.

Απόδειξη οι πρόσφυγες, που τους ξεχάσαμε. Αυτοί όμως συνεχίζουν να παλεύουν με τα κύματα της ζωής τους μέσα στις χειμωνιάτικες θάλασσες. Τα «αθέατα ναυάγια» κρύβουν τον πραγματικό αριθμό των θανάτων.

Και επανέρχομαι στα Χριστούγεννά μας και στη Γέννηση του Χριστού, αυτού του ξένου εδώ και δυό χιλιάδες χρόνια μέχρι τις τωρινές τις μέρες μας. Και μου δίνεται η ευκαιρία να θυμίσω ότι και ο Χριστός – από την αρχή της ζωής του – μετανάστης ήταν. Αντί να γεννηθεί στη Ναζαρέτ, γεννήθηκε στη Μπετ Λε Χεμ (Βηθλεέμ), και αμέσως μετά φυγαδεύτηκε στη γη της Αιγύπτου για να γλυτώσει από τη Σφαγή του Ηρώδη. Η μικρή σε διάρκεια, αλλά μεγάλη σε σπουδαιότητα, ιστορία των Χριστουγέννων μάς λέει ότι ο Θεός μπόρεσε να επιβιώσει σε ένα οποιοδήποτε άλλο μέρος. Όπως σε μια φάτνη στάβλου, όταν τα πανδοχεία ήταν γεμάτα και όλα τα σπίτια ήταν με κλειστές πόρτες. Και όπως σε μια μακρινή γη, όπως η Αίγυπτος.

Κι εμείς στον Έβρο τι κάναμε; Υψώσαμε ψηλούς φράχτες, πιο ψηλούς από όλη την υπόλοιπη Χριστιανική Ευρώπη, για να μην κάνει η Τουρκία τα παιχνίδια της και για να μη γεμίσει η φτωχιά στη  τσέπη, αλλά και στο μυαλό και στην καρδιά Ελλάδα με μουσουλμανισμό, με άδεια στόματα και με επικίνδυνες καταστάσεις. Δεν ξεχάσαμε βέβαια ότι η μισή Ελλάδα είναι πρώην πρόσφυγες και γι’ αυτό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σκύψανε με βιωματική συγκίνηση και όχι με χριστιανική συμπόνια πάνω απ’ αυτές τις βασανισμένες ψυχές.

Όμως, αφού έρχονται Χριστούγεννα, θυμηθείτε μια χάρτινη Φάτνη: Βράχοι πελεκημένοι, δένδρα σκυμμένα, ζώα προσηλωμένα, ουρανοί κεκλιμένοι, αλλά και άνθρωποι οδοιπόροι. Βοσκοί ή Μάγοι, δεν έχει σημασία. Έχουνε φύγει  από τα μέρη τους. Κι εμείς φτωχοί σαν τους Βοσκούς ή πλούσιοι σαν τους Μάγους, θα πρέπει να είμαστε μαζί τους. Να έχουμε στραμμένο το μέτωπο  προς αυτό που συμβαίνει. Μήνυμα της εικόνας της Χριστουγεννιάτικης Φάτνης είναι ότι Αυτό που φιλοδοξεί η Καρδιά για τον Άνθρωπο είναι Ρόλος συμμετοχής και όχι Θέση θεατή. Ο πάπας Φραγκίσκος, για παράδειγμα, που είναι προχωρημένης ηλικίας και της πρωτοβουλίας του καλού χαρακτήρα που έχει, θα μπορούσε να πάει στην Γάζα και να γίνει επίκεντρο ανάσχεσης βομβών και προστασίας των παιδιών που κατά εκατοντάδες χάνουν τη ζωή τους από τον σύγχρονο Ηρώδη της ισραηλινής μηχανής και της αμηχανίας όλων των μεγάλων.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις για την αξιοποίηση του λιμένα Ηρακλείου
Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν γεννιέται ο Χριστός εκεί – μέσα στις καρδιές των άλλων – αλλά μέσα σε μια εθιμοτυπική φάτνη και πουθενά αλλού. Μόλις σβήσουνε τα φώτα της Γιορτής, που στις μέρες μας θα περιοριστούν μόνο στην κατανάλωση και στα τηλεφωνήματα, θα δούμε ότι προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τους άλλους στα δικά μας δεδομένα, ακόμα κι αυτόν που λεκτικά λέμε Θεό μας. Έτσι ο Θεός που φτιάχνουμε πάνω στα μεγέθη της αντίληψής μας είναι ένας Θεός αφιλάνθρωπος, πρόθυμος να κάψει αυτούς που μας έβλαψαν ή τουλάχιστον αυτούς που θεωρούμε εχθρούς μας, ένας Θεός άσαρκος, ένας Θεός απρόσιτος, ένας Θεός που ποτέ δεν βρέθηκε στη Βηθλεέμ, ένας ά-χριστος. Και μια που ξαναθυμηθήκαμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ας θυμηθούμε και τούτο: Ο Χριστός μάς πρότεινε να λέμε «Πάτερ ημών»: «Πατέρα μας» και όχι «Πατέρα μου».

Μέχρι τις εμπειρίες των παλαιότερων με τους πολέμους και των τωρινών με τους φόβους από την πανδημία κι από την αυτοαπομόνωση, εννοούσαμε τον θάνατο σαν κάτι που βρίσκεται στο τέρμα της ζωής. Όμως αυτό το αυτονόητο μας δυσκολεύει πάντα να αναρωτηθούμε: Πόσο όλο όσο υπάρχει πριν από τον θάνατο είναι ζωή; Πόσο ζωή είναι να βιώνεις τον «άλλο» σαν ανταγωνιστή ή σαν απειλή; Τι όραμα ζωής φανερώνει να γεννηθείς σε φάτνη και μετά να βρεθείς σε μακρινούς άξενους τόπους;

Εάν ανασηκωθούμε στις μύτες των ποδιών μας και κοιτάξουμε πίσω από τον φράχτη – που τον υψώνουν τριγύρω μας η εμπορευματοποίηση, το φολκλόρ, και το βόλεμα – ίσως να δούμε λίγο από εκείνο το παλιό φως, ίσως να διακρίνουμε το μήνυμα που μας φέρνουν από μακριά εφέτος τα Χριστούγεννα.