Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη, Συγχωρήσατε τους εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι. Γράμματα του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου από τη φυλακή (1942), Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Άνω Βιάννου «Περικλής Βλαχάκης» με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, Ηράκλειο 2017.

Το τρίτο βιβλίο της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη, σε επιμελημένη και καλαίσθητη τυπογραφική εμφάνιση, παρουσιάζει τα τελευταία μηνύματα ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο την περίοδο της κατοχής στην Κρήτη, του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου.

Γεννημένος το 1889 στην Άνω Βιάννο, έγινε στρατιωτικός, συμμετείχε στους βαλκανικούς πολέμους, όπως και στη μικρασιατική εκστρατεία μέχρι το 1921, τότε τραυματίστηκε στο μέτωπο και για το λόγο αυτό αποστρατεύτηκε. Στη συνέχεια ασχολούνταν με τα κοινά, ήταν αρχηγός των βενιζελικών στη Βιάννο, στην οποία εκλέχτηκε δήμαρχος. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος, πράγμα που τον βοήθησε στις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Αφοσιώθηκε στην οικογένειά του και στη διαχείριση της σημαντικής περιουσίας του.

Όταν το 1941 η Κρήτη κατακτήθηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα και άρχισε η περίοδος της κατοχής, ο Ραπτόπουλος ίδρυσε μια από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, την Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή, η οποία φυγάδευε καταδιωκόμενους στη Μέση Ανατολή και συγκέντρωνε όπλα. Η οργάνωση όμως προδόθηκε, τα παιδιά του τον παρακαλούσαν να φύγει στην Αίγυπτο, αλλά ο ίδιος πιστός στις ιδέες του δεν ήθελε να λiποτακτήσει. Στις 22 Φεβρουαρίου 1942 συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές. Από την περίοδο του εγκλεισμού σώθηκαν 39 τεκμήρια, τα περισσότερα επιστολές προς συγγενείς του και οκτώ ποιήματα, όλα αλογόκριτα από τις αρχές κατοχής.

Σε αυτά ο Ραπτόπουλος δεν κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε, είχε συνειδητοποιήσει ότι το τέλος ήταν κοντά και ήταν αποφασισμένος να υποστεί το μαρτύριο αγόγγυστα. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους συγγενείς του και γι’ αυτό δεν περιγράφει τα βασανιστήρια ούτε την αυστηρή απομόνωση στην οποία συχνά τον έκλειναν.

Η μόνη του έγνοια ήταν τα μικρά παιδιά του που θα έμεναν απροστάτευτα, αφού η δεύτερη γυναίκα του είχε πεθάνει το 1935. Δίνει συμβουλές για την οικονομική διαχείριση της περιουσίας του και το κλείσιμο των εκκρεμοτήτων, ιδιαίτερα προς την κόρη του έτσι ώστε όταν αυτός θα έφευγε, να μπορούσε να συνεχίσει μόνη της.

Για την εσωτερική του κατάσταση προτιμά να εκφράζεται με τους κώδικες του τραγουδιού. Επιθυμούσε να επισκεφθεί το σπίτι του, να μπει στην αυλή, «να θώρουνα τη σκάλα μας τη γλαστροστολισμένη», όπως γράφει. Αλλού περιγράφει όνειρα, όπως ένα στο οποίο εμφανίστηκε μια ανιψιά του, φυλακισμένη στην Ιταλία, η οποία τους μιλούσε με παρηγορητικά λόγια εκφράζοντας την επιθυμία της

να γυρίσει κοντά τους, όταν ο πόλεμος θα έχει τελειώσει.

Στη συνέχεια δημοσιεύεται το ημερολόγιο του Ραπτόπουλου από τις φυλακές, με πολύ σύντομες καταγραφές, σχεδόν τηλεγραφικές, όπως και ένα παρόμοιο του συναγωνιστή του Εμμανουήλ Σταματουλάκη.

Η συγγραφέας στα προλογικά της σημειώματα βιογραφεί τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο, δίνει όμως και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Στη συνέχεια εκδίδει τα τεκμήρια, τα οποία σχολιάζει με 300 παραπομπές, τόσο από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, όσο και από συνεντεύξεις που έχει πάρει τις τελευταίες δεκαετίες.

Έτσι αξιοποιείται ένα σπάνιο αρχείο της πρώτης περιόδου της κατοχής, η οποία δεν έχει μελετηθεί τόσο σε βάθος, ίσως λόγω σπανιότητας πρωτογενών πηγών. Το βιβλίο αυτό δίνει ένα καλά τεκμηριωμένο παράδειγμα της πρώιμης αντίστασης στην Κρήτη και την εθελούσια θυσία ενός αγωνιστή, από τους χιλιάδες που έδωσαν τη ζωή τους χωρίς να δουν την πατρίδα τους ελευθερωμένη.