Θετικές, σε πρώτη φάση, κρίνονται, με τις όποιες αδυναμίες τους, οι εορταστικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, ανάμεσα, μάλιστα, σε δυο εγγενή δεινά: την επέλαση του covid 19, τον διχαστικό πολιτικό λόγο, σε συνάρτηση και με τις ερμηνείες της “μοντέρνας Ιστορίας”, σε συζητήσεις διαδικτυακές ή στα μέσα ενημέρωσης, για την έναρξη της εθνικής αυτοσυνειδησίας και το ρόλο της Εκκλησίας.

Εν προκειμένω, θα επιχειρηθεί να γίνει προσέγγιση στα ελληνικά Συντάγματα της Επανάστασης του ’21 και στη σχέση τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Αρχικά, δέον να τονισθεί ότι το Γένος, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στηρίχθηκε σε δύο θεσμούς. Τον ενοριακό της Εθναρχούσας Εκκλησίας και τον διαχρονικό ελληνικό κοινοτισμό, προϊόν της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Στοιχείο και των δύο ήταν μεν η γλώσσα του λαού, βιωματικά, διά μέσου κατ’ αρχήν του λειτουργικού βίου, αλλά και της όποιας λαϊκής, μοναστηριακής ή λόγιας εκπαίδευσης. Η τελευταία άρχεται με τη Μεγάλη Σχολή του Γένους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τα άλλα εκκλησιαστικά σχολεία, καθώς και τα σχολεία της Ελληνικής διασποράς.

Βασικότερο στοιχείο, όμως, της ελληνικής αυτοσυνειδησίας ήταν η Ορθόδοξη πίστη της “καθ’ ημάς Ανατολής”, απέναντι στον μουσουλμανικό βαρβαρισμό των Οθωμανών, αλλά και στον θρησκευτικό, στρατιωτικό, πολιτικό και θρησκευτικό επεκτατισμό, που είχε ξεκινήσει από το 1204, με την τέταρτη Σταυροφορία και τους καθολικούς μισιονάριους.

Ως γνωστόν, οι Έλληνες που αλλαξοπίστησαν και έγιναν “μπουρμάδες”, δηλαδή μουσουλμάνοι και γενίτσαροι, απέκτησαν τουρκική συνείδηση και κατέστησαν φανατικότεροι των Οθωμανών σε όλη την Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες που έχασαν τη γλώσσα τους, ιδίως οι Καραμανλήδες της Μικράς Ασίας, διατήρησαν, όμως, την Ορθόδοξη πίστη και δι’ αυτής την ελληνική τους συνείδηση.

Τοιουτοτρόπως, μέσα από τον λειτουργικό, βιωματικό και κοινοτικό ρόλο, τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες και τα παθήματα, τη σχετική παιδεία, ιδίως την πίστη, το Γένος διατήρησε τη συνείδηση και με αυτή την ελπίδα της ανάστασής του και την ελευθερία. Γιατί, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας “η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα, αλλά  και τα υποκινούσε”, κατά τον Ν. Σβορώνο (Το ελληνικό έθνος, σ. 85. εκδ. ΠΟΛΙΣ).

Μετά τα εκτεθέντα, να τονισθεί ότι τις παραμονές της Επανάστασης η ελληνική αυτοσυνειδησία και ο πόθος για λευτεριά ενδυναμώθηκε και με τον Ελληνικό Διαφωτισμό, όπως αποκλήθηκε από τον Κ. Θ. Δημαρά, με τις δυο του μορφές. Ο ένας είναι ο θρησκευτικός εκκλησιαστικός Διαφωτισμός και ο άλλος είναι ο πολιτικός, της δυτικής νεωτερικότητας.

Ο θρησκευτικός Διαφωτισμός ξεκινά από τον μεγάλο Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη (1572-1738), με το τυπογραφείο και τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης και φτάνει ως τις παραμονές της Επανάστασης, με τον Κοσμά τον Αιτωλό και τα 200 σχολεία του, τον Παναγιώτη Κοδρικά και τους λοιπούς εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς λόγιους εκπροσώπους του.

Ο έτερος Διαφωτισμός, ο πολιτικός, της δυτικής νεωτερικότητας, στηρίζεται στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης του 1789, Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα, συνδυασμένη με τη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Εκπρόσωποί του είναι πάμπολλοι, όπως ο πρωτομάρτυρας του ελληνικού Διαφωτισμού Ρήγας Φεραίος, ο ανώνυμος συγγραφέας της “Ελληνικής Νομαρχίας”, ο κορυφαίος Αδαμάντιος Κοραής, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ως τους όψιμους, τον Κ. Κούμα και Στέφανο Κουμανούδη κ.λπ.

Όλοι αποδέχονταν τη δυτική νεωτερικότητα του Διαφωτισμού, χωρίς όμως την αθεΐα της Γαλλικής επανάστασης, πλην τριών εξαιρέσεων ή ορισμένων που ασκούσαν κριτική στις ατασθαλίες ιερωμένων, ιδίως αρχιερέων ή μοναχών (Ρήγας Φεραίος, Ελληνική Νομαρχία). Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται το ιδιότυπο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δηλαδή η ελληνική νεωτερικότητα. Και αυτό, γιατί ήταν σύμφωνη με τη συνείδηση του Γένους και των αγωνιστών που πάλευαν για “του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την ελευθερία”.

Εκ του γεγονότος τούτου, διαπιστώνεται ότι τα τρία επαναστατικά Συντάγματα της Ελλάδος, των αντίστοιχων Εθνοσυνελεύσεων, έχουν ως αφετηρία την Ορθόδοξη πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Παράδοσης.

Ήδη, στο προοίμιο του Συντάγματος της Επιδαύρου (1/1/1822), η πρώτη Εθνοσυνέλευση γίνεται “ενώπιον Θεού και ανθρώπων”.

Το ίδιο το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος”, Τμήμα Α΄, Περί Θρησκείας, καθιερώνει ότι: “Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνικήν Επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας· ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην Θρησκείαν… ακωλύτως”. Για να τονισθεί και στο Β΄ Τμήμα ότι: “Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες…”. Εξισώνει, όμως, με το δ΄ άρθρο: “Όσοι έξωθεν ελθόντες, κατοικήσωσιν… εις την επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων”.

Στο Γ΄ Τμήμα, το Εκτελεστικό, ορίζεται “Παραστάτης”, δηλαδή Υπουργός, “ο της Θρησκείας”, ενώ ανάμεσα στα μέλη των Συνέδρων της Συνέλευσης συγκαταλέγονται και ιερωμένοι, όπως ο Π. Πατρών Γερμανός και ο Δοσίθεος Λιτζάς και Αγράφων. Στην “Διακήρυξιν της Εθνικής Συνελεύσεως”, επίσης, τονίζεται ότι ο πόλεμος είναι “εθνικός, πόλεμος ιερός”.

Ο “Νόμος της Επιδαύρου”, της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, στο Άστρος, Απρίλιος 1823 και στο “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος”, θα επαναλάβει τα ισχύοντα της προηγούμενης Εθνοσυνέλευσης. Θα προστεθεί, όμως, ότι οι Επτά Υπουργοί, ο Γενικός Γραμματέας του Εκτελεστικού και οι λοιποί κρατικοί λειτουργοί να ορκίζονται “κατά τον ακόλουθον τρόπον:

“Ορκίζομαι εις το Άγιον όνομα της Τρισυποστάτου Θεότητος, και εις την γλυκυτάτην Πατρίδα, πρώτον μεν ή να ελευθερωθή το Ελληνικόν έθνος, ή με τα όπλα εις τας χείρας ν’ αποθάνω Χριστιανός και ελεύθερος·…”.

Στη “Διακήρυξίν” της, επίσης, τονίζεται ότι “…κηρύττει σήμερον κατ’ επανάληψιν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν…”.

To “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”, της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, τον Μάιο του 1827 στην Τροιζήνα (όπως, άλλωστε, και το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου, το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος της 1-1-1822), σημειωτέον ότι αρχίζει με το: “Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος”.

Στο Α΄ κεφάλαιο, περί θρησκείας, διακηρύσσεται μεν η ανεξιθρησκεία “ελευθέρως”, τονίζεται, όμως, ότι: “Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού είναι θρησκεία της επικρατείας”. Στο Γ΄ κεφάλαιο επαναλαμβάνεται, στο εδάφιο 6, ότι Έλληνες είναι: α) “όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. β) Όσοι από τους υπό τον οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν επικράτειαν, διά να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν.”.

Ο Πρόεδρος, μάλιστα, του Δικαστηρίου, που προεδρεύει στη Βουλή ορκίζει τους Βουλευτές: “Ορκίζεσθε ενώπιον Θεού και ανθρώπων…”. Επίσης, ο “όρκος ελληνικός”, ο “όρκος βουλευτικός” και “ο όρκος του Κυβερνήτου” αρχίζει με το: “Ορκίζομαι εις το όνομα του Υψίστου και της πατρίδος…”.

Να συμπληρωθεί ότι η “Γενική Συνέλευσις των Κρητών”, στους Αρμένους Χανίων (21 Μαΐου 1822), ψήφισε “Σχέδιον Προσωρινής Διοικήσεως”, έχοντας ως πρότυπο το “Προσωρινόν της Διοικήσεως” της Επιδαύρου. Η “Διακήρυξη” των Πληρεξουσίων της Κρήτης άρχιζε: “Η επικρατούσα θρησκεία της νήσου θέλει είναι η Ανατολική Ορθόδοξη”, ενώ ο όρκος “προς τας νομίμους αρχάς της Ελλάδος”, με το “ορκίζομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων”.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η διαχρονία του Ελληνισμού και της εθνικής συνείδησης εκφράστηκε στα ελληνικά Συντάγματα της Επανάστασης, στηριγμένα στον θρησκευτικό και νεωτερικό Διαφωτισμό. Παραλλήλως, όμως, “η Εκκλησία της τουρκοπατημένης Ελλάδας καλλιεργούσε το πνεύμα και τις ελπίδες για την ελευθερία” (Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 160, 9η εκδ.) Απορρίπτεται, τοιουτοτρόπως, “η αναθεωρητική ιστοριογραφία”, για τον ρόλο της Εκκλησίας και περί “μη συνέχειας του Ελληνισμού”. Η αποδόμηση της διαχρονίας της ελληνικής συνείδησης, ότι, δήθεν, αρχίζει το 1821.

Οι θεωρητικοί, όμως, εκπρόσωποι “της μοντέρνας ιστοριογραφίας” διαπνέονται από το θεωρητικό τους (ιδεοκρατικό) υπερπέραν” (Ν. Βαγενάς, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 4/4/2021). Οι γνωστοί ακαδημαϊκοί, καθηγητές, δηλαδή, και όσοι τους ακολουθούν, ιδεολογικά πλάθουν “γνωσιακά κοσμοείδωλα”, αποκυήματα της φαντασίας, παραμορφώνουν την ιστορία, εκκεντρικά, κινηματικά ή πολιτικά, αλλά και τον ρόλο  της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παραθεωρώντας τον. Κατακερματίζουν, συνεπώς, την Ιστορία, διασπούν την ενότητα του Ελληνισμού, με τις όποιες πιθανές εθνικές συνέπειες μπορεί να υπάρξουν, προσεχώς.

 

* Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής  Ιστορίας-συγγραφέας