Πάντα όπως ξέρομε υπάρχει μια ένταση μεταξύ αντιπάλων ψηφοφόρων σε μέρες εκλογών. Τα παλιά χρόνια όμως η ένταση αυτή άγγιζε τα όρια παροξυσμού και τρέλας αχαλίνωτης με αδικαιολόγητα μίση.

Αυτό συνέβη και στην εκλογική ήττα του Βενιζέλου. Ήταν κάτι το εντελώς απρόσμενο, το να ηττηθεί ένας τόσο σπουδαίος πολιτικός. Έπρεπε λοιπόν να φύγει και μάλιστα γρήγορα. Όχι βέβαια για να μη λογοδοτήσει στους Έλληνες επειδή… έκανε την Ελλάδα Μεγάλη αλλά για βασικότατους λόγους. Και μαζί του να φύγουν και οι πιο στενοί συνεργάτες του Μεγάλου έργου του, αν όχι για τίποτε άλλο, αλλά τουλάχιστον για να σώσουν την ίδια τους τη ζωή από την στενοκέφαλη μανία έξαλλων αντιπάλων. Κι άλλες φορές του ‘χε δοθεί η φρικτή ευκαιρία να γνωρίσει στα περασμένα τον παραλογισμό και την αχαριστία και που τώρα ήταν φανερό πως έφτανε σε όρια απροσμέτρητα.

Ο Ευρωπαϊκός τύπος της εποχής καυτηρίαζε τα γεγονότα και συναινούσε στην απόφαση ότι ο Βενιζέλος έπρεπε να φύγει από την πατρίδα του. «Τέτοια είναι η μοίρα των Μεγάλων, έγραφαν: Δημιουργούν, αναμορφώνουν λαούς, δικαιώνουν πόθους, πραγματοποιούν όνειρα και φυσικό είναι να αναγνωριστεί η αξία τους. Ν’ ανεβούν ψηλά, τόσο ψηλά που να δημιουργήσουν στο περιβάλλον τους τις πιο περίεργες και αντίθετες ψυχώσεις…». Αυτά και άλλα πολλά διαβάζομε σε ιστορικά κείμενα που θα χρειάζονταν πολλές στήλες για να τα αναφέρομε.

Το γεγονός πάντως είναι ένα: Ο Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε. Στην εποχή μας, τα φοβερά αυτά πάθη των αντιμαχόμενων μερίδων κι ύστερα από τόσα χρόνια μπορούν να προκαλέσουν κατάπληξη. Φυσικά πάντα υπάρχει σε προεκλογικές περιόδους μια ένταση και μια έξαρση των πολιτικών συζητήσεων, αλλά παλιά το κακό παραγινόταν…

Μετά, λοιπόν, από τις συγκεκριμένες εκλογές, οι οπαδοί της νικήτριας παράταξης πανηγύριζαν. Ενώ της ηττημένης, δηλαδή της παράταξης των Βενιζελικών ύστερα από την προεκλογική ένταση, λούφαζαν αμίλητοι και πικραμένοι, κάτω από απαράδεκτες προκλήσεις των αντιπάλων. Αποβραδίς είχαν αντιμετωπίσει τα «τουμπελέκια» με άδειες ντενέκες στις πόρτες των σπιτιών τους.

Ή έχτιζαν με ντενεκέδες τις αυλόπορτες των σπιτιών τους οι ίδιοι και το πρωί ανοίγοντάς τις μοιραία σωριάζονταν στα κεφάλια τους με φοβερό θόρυβο.

Σ’ ένα, λοιπόν, καφενείο του χωριού πανηγύριζαν οι νικητές, με όργανα, λύρες και βιολιά, με χορούς και παράτες, ικανοποιημένοι που το κόμμα τους νίκησε και προκαλούσαν τους ηττημένους με πικρόχολα και πεισματικά καμώματα.

Την ώρα του γλεντιού, λοιπόν, περνούσε έξω από το καφενείο ο Χατζής Στελιανός, από την ομάδα των ηττημένων. Ήταν άνθρωπος υπολογίσιμος στο χωριό και φημισμένος για τις μαντινάδες που αυτοσχέδιαζε με τρομερή ετοιμότητα σε κάθε περίσταση.

Περνούσε λοιπόν με τα χέρια δεμένα πίσω κι όπως έφταναν στ’ αυτιά του τα γλέντια και τα τραγούδια, κουνούσε στοχαστικά και θλιμμένα το λευκασμένο του κεφάλι. Τον παίρνει, λοιπόν, το μάτι ενός αντιπάλου από το καφενείο μέσα και σκέφτηκε να τον προκαλέσει, παρά το σεβασμό που του ενέπνεε:

– Έλα μωρέ Χατζή Στελιανέ να πιεις ένα κρασί στη χαρά μας, να μασε πεις και κιαμιά πετυχεμένη μαντινάδα…

Η αντίδρασή του ήταν απρόσμενη:

– Να ‘ρθω θέλει μωρέ Κυριάκο. Και κρασί δα πιο και μαντινάδα δα σασε πω, ότι …κόψει η κούτρα μου. Μόνο ν’ αφήσετε τσι ντενεκέδες και τα τουμπελέκια να τα κατακουρκουνάτε. Σύμφωνοι;

– Σύμφωνοι μπρε Στελιανέ.

– Άντε εβίβα μας κι ο Θεός στο καλό μας, κάνει κι ο Στελιανός και παίρνει το ποτήρι με το κοκκινέλι και το ρουφά.

– Άντε άσπρο πάτο, να πάει κι η πίκρα κάτω, του κάνει κι άλλος πειραχτικά.

– Ε, πε μας εδά Στελιανέ και τη μαντινάδα που μας ήταξες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Εκείνος στριφογύρισε καθιστός στην καρέκλα του να χουζουρέψει και με το άδειο ποτήρι στη χέρα αρχίζει με μια γλυκιά και μελωδική φωνή με πολύ μεράκι ανάμεικτο μ’ ένα αδιόρατο παράπονο, που έκανε όλους να κρατήσουν την αναπνοή τους. Η πρώτη μαντινάδα, αυτοσχέδια και πετυχεμένη είχε κιόλας ορδινιαστεί:

– «Έλαααα, μα κείνος που με κάλεσε άδικο κόπο κάνει κι όποιος κατέχει να νικά, κατέχει και να χάνει».

Μετά από τη σοφή αυτή κρητική μαντινάδα, η βουβαμάρα συνεχίστηκε στην αναμονή κι άλλης και μόνο το λυράκι τον συνόδευε στο σκοπό του, δίχως πασαδόρο και συνεχίζει με την ίδια γλυκάδα:

– «Πάντα εκείνοι που νικούν δεν είναι παινεμένοι

να ‘χουν αξιοπρέπεια κι ας είν’ και νικημένοι».

Του ξαναγεμίζουν το άδειο ποτήρι και κάνει πάλι:

– Άντε εβίβα μας, και πίνει και τη δεύτερη.

– Μπρε συ Στελιανέ, του κάνει άλλος. Στη χαρά μας μπρε πες κατιτίς κι άφησε τα παραπονέματα και τσ’ αξιοπρέπειες. Εμείς γλεντίζομε και θέλομε χαρές μόνο ανέ θες πε μας πράμα.

– Χαρές να ‘χετε μωρέ κοπέλια, μα την κάθε στιγμή φέρνει ο νους τ’ αθρώπου στη γλώσσα ντου ό,τι σόι λαύρα καίει την καρδιά ντου. Μα δα σασε πω όμως ακόμη τρεις μαντινάδες ε; Συβάζεστε;

– Εντάξει, του κάνουνε περίεργα. Πε μας τσι σαν το θες. Κι αρχίζει:

– «Έλαα, μα τσα το φέραν οι καιροί κι οι βουλισμένοι χρόνοι

ο καπετάνιος στο πανί κι ο ναύτης στο τιμόνι».

– Ζήτω, ο ναύτης που γίνηκε καπετάνιος, ξαναπετά άλλος αντίπαλος. Κι ο Στελιανός συνεχίζει με τη δεύτερη μαντινάδα:

– «Έλαα, καλή ντου ώρα του πουλιού κείνου του μυρισμένου

του φίλου μας του μπιστικού τ’ αλαργοξορισμένου».

Εννοούσε προφανώς τον αυτοεξόριστο πολιτικό. Μα άλλος πάλι του πετά:

– Μα επαδέ Στελιανέ γλεντούμε τη νίκη μας κι όχι τσ’ εξορίες σας. Αυτά ‘ναι ξεγιβεντίσματα, ντροπές.

– Ανήμενε του κάνει να σου πω και την τρίτη μαντινάδα μια και μου λες για ξεγιβεντίσματα:

«Έλα, έλα, έλα και πάλι γεια σου,

Μα τσα το φέραν οι καιροί να κλαίν οι αντρειωμένοι να χαίρονται οι κακόγλωσσοι κι οι ξεγιβεντισμένοι».

Και ξαναδένει πίσω τα χέρια και φεύγει σοβαρός κι αμίλητος, αφήνοντας μουδιασμένους τους αντιπάλους του.

Έτσι ήταν τα πάθη εκείνα τα χρόνια. Εξημμένα κι ανεμάζωχτα. Οι αντίπαλοι γίνονταν εχθροί. Μα στην εποχή μας που υπάρχουν βέβαια και οι εντάσεις όχι όμως στον ίδιο βαθμό, δεν είναι καθόλου απίθανο άνθρωποι αντίθετοι σε κόμματα και ιδέες γίνονται επιστήθιοι φίλοι. Καλό σημάδι τούτο που δείχνει ότι με ωριμότητα σκέψης και ψυχής ψηφίζει πια ο Έλληνας για το καλό του τόπου του…