Στον προϋπολογισμό που κατέθεσε πριν από μερικές μέρες στη Βουλή η κυβέρνηση για το οικονομικό έτος 2018, προβλέπεται πλεόνασμα το οποίο θα ανέλθει στο 3,8%, το οποίο αν και θα διατεθεί κυρίως για την πληρωμή του εξωτερικού χρέους, είναι καταρχήν θετικό για τη χώρα. Όμως το θέμα είναι από ποιες πηγές θα δημιουργηθεί, διότι αν για παράδειγμα προέλθει από την αύξηση του εθνικού προϊόντος ή ακόμη και από την πάταξη της φοροδιαφυγής, τότε αυτό είναι ένα πολύ θετικό μέτρο, εάν όμως προέλθει από την αύξηση της φορολογίας και τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, τότε θα ήταν καλύτερο να μας λείπει, διότι ο ελληνικός λαός δεν αντέχει πλέον να σηκώσει άλλα βάρη στις πλάτες του ούτε οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι άλλες μειώσεις στις αποδοχές τους, οι οποίες έχουν φτάσει στο ναδίρ και δεν μπορούν πλέον να πάνε παρακάτω.
Η χώρα μας άλλωστε είναι γνωστό ότι είναι πρωταθλήτρια στην αύξηση των φόρων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι επόμενο ότι, όταν οι φόροι βρίσκονται στα ύψη, είναι πολύ δύσκολο η οικονομία της να ανακάμψει, αφού οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές τους οποίους έχει επιβάλει, αποτελούν κίνητρο και για πολύ μεγάλη φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα τα κρατικά έσοδα αντί να αυξάνονται να εμφανίζονται ακόμη και μειωμένα.
Παρατηρείται μάλιστα το φαινόμενο κατά την πώληση αγαθών και υπηρεσιών, να μη χορηγείται απόδειξη στους αγοραστές, με αποτέλεσμα ο φόρος ο οποίος είναι ενσωμετωμένος στην τιμή των προϊό-ντων που αγοράζονται, να παραμένει στον πωλητή και να μην αποδίδεται στο κράτος.
Αρκετές φορές, μάλιστα, επειδή υπάρχει ο φόβος ενός ενδεχόμενου ελέγχου, ο οποίος βέβαια σπανίως γίνεται, χορηγείται απόδειξη με πολύ μικρότερο ποσό ή απόδειξη άλλου πελάτη, απλώς και μόνο για την κάλυψη του τυπικού και όχι του ουσιαστικού μέρους της χορήγησης της σχετικής απόδειξης. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο καταναλωτής πληρώνει κανονικά τον προβλεπόμενο φόρο, αυτός δεν καταλήγει στον προορισμό του, δηλαδή στα κρατικά ταμεία, αλλά στις τσέπες των επιτήδειων.
Πρέπει λοιπόν η Πολιτεία όχι να αυξάνει συνεχώς τους φόρους, αλλά ακόμη και να τους μειώσει σημαντικά, ώστε να ανακουφιστεί ο καταναλωτής και να προσπαθήσει να βρει τρόπους να ελέγχει τη φοροδιαφυγή, γιατί όσο αυξάνει τους φόρους, τόσο θα υπάρχει μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, αφού το κίνητρο είναι πολύ μεγαλύτερο. Με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές θα υπάρχει μικρότερη φοροδιαφυγή και έτσι θα εισρέουν στα κρατικά ταμεία μεγαλύτερα ποσά.
Η Πολιτεία πρέπει να καταλάβει ότι εκτός από τα πλεονάσματα υπάρχουν και οι άνθρωποι, οι οποίοι με τα πολλά και επώδυνα φορολογικά και άλλα μέτρα τα οποία έχουν επιβληθεί, κυρίως τα τελευταία χρόνια, σε βάρος τους, δεν αντέχουν πλέον να σηκώσουν άλλα βάρη στις πλάτες τους.
* Ο Ιωάννης Ξηρουχάκης είναι πρώην δ/ντής ΕΛΤΑ