Τη δεκαετία του 1960 βρέθηκα στην Αθήνα (από το βουνό και στη βάρκα, που λένε) μ’ ένα τσουβάλι πατάτες, μια γαζοντενέκα λάδι και όσπρια, φοιτητής, όπως και σχεδόν όλοι, όσοι ονειρεύτηκαν την πρωτεύουσα, για καλύτερη ζωή, για τους δικούς τους λόγους.

Ξενιτιά, αφιλόξενα τα πάντα, μόνο μια γειτονιά καινούργια, μετά του Γκύζη στα Τουρκοβούνια, τα Γυπαρέικα, με μικρά σπιτάκια, μονοκατοικίες μάς υποδέχτηκε. Ένα ημιυπόγειο δωμάτιο, με τους βοηθητικούς χώρους κάτω από τη σκάλα, με ένα λάστιχο για νερό και έναν κουβά. Εκεί στεγάσαμε τα όνειρά μας και τις ελπίδες μας με το φίλο μου τον Αλέκο, φοιτητής και αυτός.

Δεν πολυστενοχωριόμουν, γιατί μου θύμιζε το χωριό, με χωματόδρομους, καμιά όρνιθα, καμιά κατσίκα, κουνέλι κλπ. Απ’ όλη την Ελλάδα είχαν έρθει ανεμαζωξάρηδες, που λένε. Καλημέρα, γειά σου γείτονα κλπ. Όλοι γνωριζόμαστε σιγά – σιγά  και έτσι ένοιωθες πιο ανθρώπινα και κάπως ζεστά.

Ήταν τα χρόνια εκείνα, που έγινε η μεγαλύτερη μετανάστευση στη χώρα μας. Εγκαταλείφθηκε η ύπαιθρος, άλλοι πήγαν στις φάμπρικες της Γερμανίας και άλλοι στην Αθήνα για να χτίσουν τη σημερινή τσιμεντούπολη.

Τότε ήταν που ερήμωσαν τα χωριά της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας από νέους και νέες, που άφησαν τις αγροτικές εργασίες, απαλλάχτηκαν από το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, απελευθερώθηκαν από τα ταμπού που τους καταπίεζαν και βρέθηκαν ελεύθεροι στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον, που άκουγαν και δε ζούσαν.

Μπήκαν εργάτες και εργάτριες στις τότε ακμάζουσες βιοτεχνίες και βιομηχανίες. Και όπως λένε και τα τραγούδια: Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά … καμαρούλα μια σταλιά 2×3 ζευγάρωσαν και ανεκατώθηκε ο πληθυσμός της χώρας.

Πάει το χωραφάκι και το σπίτι του γέρο στο χωριό, πουλήθηκαν, για να αγοραστεί ένα θυρωρείο ή ένα σπιρτοκούτι δυαράκι. Και φτάνομε σήμερο, ο ίδιος νά’ναι κλειδαμπαρωμένος στο δυαράκι, με την καραμπίνα γεμάτη, έτοιμος να κυνηγήσει τους κάθε είδους μπαταξήδες.

Ξεχάστηκα, ξέφυγα. Εκεί λοιπόν στην “απάνω γειτονίτσα στην απάνω γειτονιά” βρισκόμαστε ταχτικά, γείτονες, συμφοιτητές, αγναντεύαμε την πρωτεύουσα, με ένα μόνιμο βουητό, καυσαέρια από τα αυτοκίνητα και μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας.

Από πρώτο χέρι βιώσαμε την 21η Απριλίου 1967 με τη χούντα, ατέλειωτες ιστορίες, επικίνδυνα τα πράγματα. Μια Κυριακή τσοντάραμε και αγοράσαμε μια εφημερίδα. Στις διαφημίσεις έπεσε το μάτι μας στον Καραγκιόζη, που έδινε παράσταση στην Καλλιθέα.

Η χαρά μας, αν μπορούσαμε να τον απολαύσομε, αλλά, δυο εισιτήρια να πας στην Καλλιθέα, δυο να ‘ρθείς και τα εισιτήρια του Καραγκιόζη, πάει ο προϋπολογισμός. Δεν ξέρω τίνος ήταν η ιδέα. Εκείνο τον καιρό θα ψηφιζόταν το σύνταγμα της χούντας το 1968, “ναι ή όχι” στην “εξυγίανση του δημόσιου βίου”.

Απέναντι από το σεράι μας καθόταν οικογενειακώς ο Μάκης, μαρμαράς το επάγγελμα, από την Τήνο και είχε ένα παλιό ξεσκέπαστο τζιπάκι του στρατού, για να κουβαλεί τα μάρμαρα. Τί κάνομε λοιπόν: Γράφομε μια μεγάλη επιγραφή, σ’ ένα μεγάλο χαρτόνι, που έλεγε: “Ναι στο σύνταγμα”.

Ανεβαίνομε όλοι στο τζιπ και με ρεκλάμα την επιγραφή, διασχίσαμε το κέντρο της Αθήνας, χωρίς να μας εμποδίσει ούτε χωροφύλαξ ούτε αστυφύλαξ, μόνο το τζιπ, που λίγο έλειψε να σβήσει στην Ομόνοια και φτάνομε στο σεράι του Καραγκιόζη στην Καλλιθέα, ξεγλωσσισμένοι και φοβισμένοι μήπως πάει κάτι στραβά. Ακόμη γελώ, που πήγε ο Καραγκιόζης να σφυρίξει και φάνηκε ένα δόντι που είχε.

Περάσαμε ωραία, αλλά γυρίσαμε με τον ίδιο τρόπο (με την ταμπέλα για ρεκλάμα) αποκαμωμένοι, μήπως μας έπαιρναν χαμπάρι, για την πλεκτάνη που είχαμε στήσει.

Ουφ… Τα σχόλια δικά σας.

Ο Σπανάκης Μανόλης είναι συν/χος καθηγητής