Η πολυμελής φαμελιά «κούρνιαζε» σιωπηλά στην ανέχεια και την απόλυτη στέρηση. Ο στρογγυλός αριθμός των δέκα παιδιών σα μελισσολόι τριγύριζε την πικραμένη φτωχομάνα με μάτια πελώρια από την πείνα, που στο βάθος τους μόνο εκείνη ήξερε να διαβάζει το βουβό τους παράπονο.

Μεγάλη Εβδομάδα! Σίμωνε η τρανή Λαμπρογιορτή της Χριστιανοσύνης και δεν είχαν ούτε μια πεντάρα για ν’ ανάψουν ένα κεράκι στο Άγιο Πάθος του Εσταυρωμένου!

Ξενόπλενε που και που η μάνα, μα που να προφτάσει τόσα στόματα; Ο πατέρας σακάτης και κακοτυχεμένος από τις στερήσεις, γυρόφερνε τα βήματά του στα σοκάκια της αγοράς, να βρει καμιά παραγγελιά, να μεταφέρει ένα πουσούνιο στα σπίτια όσων είχαν να βολευτούν.

Κι ήσαν τόσο λίγοι κείνοι οι βολεμένοι τα στερημένα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τόσοι λίγοι, όμως έπρεπε που και που να βοηθούν και το φτωχομάνι του χωριού, το μόνο «πλούσιο» είδος που διάθετε ο τόπος. Ένας τόπος προνομιούχος, γόνιμος, που όμως όλα τ’ αγαθά του τα ήθελε δικά του ο κατακτητής.

Γόνιμα λιόφυτα, δροσερούς κήπους και περιβόλια, κρεβατίνες κι αμπέλια…Το κάθε μέρα της ανάγκης δυσβάσταχτο. Στέρηση και πείνα η καθημερινή κατάσταση δίχως ελπίδα ανεβάσταξης κι απαντοχής…

Μα κείνη τη μέρα Μεγάλη Πέμπτη, που όλοι κάτι ετοίμαζαν στα φτωχόσπιτά τους, δεν είχαν ούτε ένα αυγό να βάψουν για το καλό. Ούτε μια χούφτα αλεύρι για μια τηγανόπιτα, ούτε σταλιά λάδι για βρούβες που αποτελούσαν το καθημερινό τους …φαγοπότι.

Κι ο πατέρας στην αγορά, με τη δεμένη μπροστοποδιά στη μέση, με τα χέρια στις τσέπες του πολυμπαλωμένου παντελονιού, να σέρνει απεγνωσμένα τα ξεπατωμένα του παπούτσια γυρεύοντας για ένα θέλημα…

Κι η μάνα στο σπίτι δακρυσμένη μονολογούσε με θλίψη: «Θε μου που μου τα ‘πεψες και μην τ’ αφήσεις να τα φάει η μαύρη πείνα. Κυβέρνησέ μου  τα Θε μου μέρες απού ‘ναι…» Για να τα διασκεδάσει λίγο και να τα κάμει να ξεχάσουν -αν ήταν δυνατόν- την πείνα τους, τα κάλεσε ολόγυρά της στοργικά.

– Ελάτε κοντά μου νά ‘χετε την ευκή μου. Άγιες μέρες περνούνε και θέλω να σασέ  πω για τα Πάθη του Χριστού. Να σασέ μάθω και μια όμορφη προσευχή να τη λέτε. Η Μάνα μου μου την ήμαθε και μένα κι όποιος τη λέει ο Θεός θα του πέψει ότι του ζητήξει.

– Κι ανέ τη μάθομε μάνα να μασέ πέψει θέλει ψωμί; Λέει ένα από τα μικρά

– Μα και βέβαια θα πέψει, έκανε μ’ ελπίδα η μάνα.

– Έ άντε, λέγε τη.

– Εγώ μάνα δα πω του Θεού να πέψει και αυγά να τα βάψομε κόκκινα.

– Εγώ θέλω κι αλεύρι να ζυμώσομε κουλούρια και κουκουναρές.

– Εγώ θέλω…εγώ θέλω…

Και τα αιτήματα έπεφταν βροχή από τα πεινασμένα μικρά στόματα. Δε γύρευαν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια ούτε βέβαια παιχνίδια. Ψωμί θέλανε να ζήσουν για να μη πεθάνουν από την πείνα. Μα κι αυγά. Γιατί ήταν Λαμπρή κι έπρεπε να νιώσουν την Αναστάσιμη χαρά.

– Λέγε μας επιτέλους μπρε μάνα την προσευχή να τη λέμε, να πέψει κι ο Θεός…

Κι άρχιζε εκείνη:

– « Ο Γιος της Παναγίας ο Ιησούς Χριστός τριώ(ν) ωρώ, τριώ μερώ παιδί εμίλησε και είπε: Κοιμάσαι Μητέρα; Κοιμάσαι Δοξαστέρα; Κοιμάσαι Ρίζα του κόσμου; Όχι παιδί μου δεν κοιμούμαι. Όνειρο είδα φρικτό και φοβούμαι να το πω.

– Πε το Μητέρα, πε το Δοξαστέρα, πε το ρίζα του κόσμου κι εγώ δα σου το εξηγήσω.

– Είδα παιδί μου στου Πιλάτου την αυλή, χίλιοι Ιουδαίοι και σε τυραννούσαν. Τα τίμιά Σου χέρια εκαρφώναν. Αγκάθινο στεφάνι σου βάναν. Την Αγία Σου πλευρά ελογχεύαν.

– Όλα αυτά θα τα πάθω Μάνα μα πάλι θ’ αναστηθώ». Όποιος το πει δυο φορές τη μέρα, από φωτιά δεν θα καεί, από νερό δεν θα πνιγεί και τη δεύτερη μέρα της Κρίσης δεν θα κριθεί. Κι όποιος το πει τρεις φορές θα χορτάσει το ψωμί και θα δειπνήσει το φαΐ.

Με σπουδή και γρηγοράδα πάσχιζαν να μάθουν τη θαυματουργή προσευχή τα πεινασμένα στόματα, για να την πουν δυο και τρεις φορές να γίνει το ποθούμενο…

Αυτό κράτησε όλο το πρωινό και το μεσημεράκι γροικούνε την παλιά εξώπορτα ν’ ανοίγει τρίζοντας.

– Ο κύρης μας έρχεται, κάνει το πιο μεγάλο κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα να τον υποδεχτούν.

– Μα …πως γίνεται; Κατάβαρος και σακουλοφορτωμένος έρχεται ο κύρης μας;

Τρέχουν κοντά του, που μόλις μπήκε  άφησε κάτω τα φορτία που κρατούσε στα λεπτοκαμωμένα χέρια του: ένα μεγάλο καλάθι αυγά, βούτυρο, ζάχαρη και στην άλλη ένα μεγάλο σακούλι με αλεύρι.

– Ζήτω, φωνάξανε όλα μαζί και με αφέλεια συμπλήρωσαν: Άκουσε ο Θεός την προσευχή μας! Ζήτω. Ζύμωσέ μας μάνα ντελόγο…

Εκείνη κοίταξε ερευνητικά τον άντρα της σαν να τον ρωτούσε επίμονα με το καρφωτό βλέμμα της. Κι εκείνος απαντά δισταχτικά:

– Ε, ήκαμά ντο κι ο Θεός βοηθός. Ας με δικάσει η χάρη ντου. Μ’ αφού μπρε πεινούνε τα κοπέλια…

– Ήντά ‘καμες μπρε συ; ήκλεψές τα κοντό; Απίστευτό μου φαίνεται. Φτωχός είσαι μα τίμιος, που τα ‘βρήκες τόσα πουσούνια;

– Ο γιατρός ο Ευτυχής μου ‘πε να τα πάω στο …σπίτι. Όμως μη με ρωτάς άλλο πράμα…

Τι είχε συμβεί;

Ο γιατρός του χωριού ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΕΥΤΥΧΗΣ, ένας θαυμάσιος άνθρωπος, Κωνσταντινοπολίτης στην καταγωγή είχε ριζώσει στο χωριό. Είχε έρθει πριν λίγα χρόνια σαν Αξιωματικός για τις επαναστάσεις της Κρήτης (τον αναφέρει και ο Ηλίας Βουτιερίδης στο βιβλίο του ΤΑΓΜΑ ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ 1898). Παντρεύτηκε κι έμεινε μόνιμα στην Κρήτη. Μεγάλη Πέμπτη πρωί, λοιπόν, του λέει η γυναίκα του:

– Γιατρέ να πας στην αγορά να πάρεις τούτα και κείνα…Πρέπει να βάψω τα αυγά, να ζυμώσω και πολλά κουλούρια να δώσομε κι εκεί που δεν έχουν…

Έκανε όπως του είπε η γυναίκα του και με τα ψώνια στα χέρια συναντά τον ΚΟΚΟΛΗ ΤΟΥ ΜΑΘΙΟΥ το φτωχό φαμελίτη και του κάνει:

– Μπρε συ Κοκόλη, πάρε κείνα τα πουσούνια να τα πας στο «σπίτι».

Κι εννοούσε φυσικά το δικό του σπίτι κι όχι του Κοκόλη. Ο φτωχός πατέρας όμως πάνω στην απελπισία του, δίχως να αντέχει να βλέπει άλλο τα σκελετωμένα του παιδιά να υποφέρουν, τα πήγε στο δικό του το φτωχόσπιτο…

Χαρές η φαμελιά…Βάζει μπρος η μάνα να ζυμώνει πίτες που της έψηνε δίχως λάδι στο τηγάνι, όπως έψηναν παλιά τις χειρομυλόπιτες. Μετά τις μοίραζε κομμάτια στα πεινασμένα της παιδιά που μασούσαν με …τις τέσσερις μασητήρες ολόχαρα κι ευγνωμονώντας το Θεό που άκουσε τη «θαυματουργή προσευχή» τους.

Γυρίζει όμως το βράδυ ο γιατρός στο σπίτι του και βλέπει τη γυναίκα του μουτρωμένη γεμάτη παράπονο:

– Τι έχεις ευλογημένη; Δεν πέτυχαν τα ζυμωτά σου φέτος; Δεν καλόβαψαν τ’ αυγά;

– Μα πε μου μπρε στο Θεό σου γιατρέ, να με παίζεις θες κι από πάνω; Ποια ζυμωτά και ποια αυγά μου λες; Και γιάντα δε μου τα ‘πεψες μόνο με είχες κι ανήμενα ολημέριος του Θεού τση μέρας;

– Δεν τά ‘στειλα; Δεν σου τα ‘φερε ο Κοκόλης του Μαθιού; Ποιος Κοκόλης μπρε;

– Ε, τότε περίμενε…

Παίρνει δρόμο ο γιατρός και πάει στο σπίτι του φτωχού φαμελίτη. Χτυπά την πόρτα και μπαίνει μέσα την ώρα που το παιδομάνι ένα γύρο καταβρόχθιζε λαίμαργα τα κομμάτια τις πίτες.

Μόλις είδε ο Κοκόλης το γιατρό σηκώνεται και του κάνει με σέβας

– Καλώς τονέ, καλώς εκόπιασες..

– Μωρέ καλώς εκόπιασα ‘γω μα τα πουσούνια;

– Ε, δε μου ‘πες γιατρέ να τα πάω στο σπίτι; Νάτα ήφερά τα παδέ «στο σπίτι» κι ας με δικάσει η Χάρη σου και του Θεού η Χάρη. Μα ξάνοιξε παδέ την πείνα ντως…εγλίτωσές τα σήμερο από το κοφτερό δραπάνι τση πείνας. Κι άμα θες πάρε …ό,τι περίσσεψε.

– Κοκόλη, του λέει γαλήνια. Δεν ήρθα να πάρω ό,τι ‘πόμεινε, αλλά ήρθα να σου πω πως στο κασαπιό έχω παραγγελιά μισό αρνί και να πας μεθαύριο μεγάλο Σαββάτο να το πάρεις για τα κοπέλια σου…

Δακρυσμένος του καταφιλούσε τα χέρια ο Κοκόλης.

– Μάρτυς μου ο Θεός μα δεν είμαι κλέφτης γιατρέ μου, μα να…και του ‘δειξε τα δέκα πεινασμένα παιδιά που τώρα μασούσαν πιότερο βιαστικά μη τυχόν τους πάρουν …ό,τι απόμεινε.

– Σσσς, του κάνει ο γιατρός καλοσυνάτα, με το δάκτυλο στο στόμα…

Αργά και μεγαλόπρεπα βγήκε από το φτωχόσπιτο. Ήταν ανθρωπιστής ο Γιατρός Διογένης ο Ευτυχής. Ένας σωστός Χριστιανός που είχε κάνει το χρέος του.