Ηδη από το 1900 και μετά έχουμε τη σύσταση των Δημαρχιών. Μέχρι τότε είχαμε τον θεσμό της Δημογεροντίας. Επειδή οι πληθυσμοί σε πόλεις, σε χωριά, σε νομούς αλλά και σε διαμερίσματα ήταν ανακατεμένοι, υπήρχαν οι χριστιανικές δημογεροντίες και οι μουσουλμανικές, προκειμένου να επιλύουν τα διάφορα προβλήματα των πολιτών. Όλα αυτά μέχρι το 1900, αφού από τότε ξεκινούν οι Δημαρχίες. οι δύο πρώτοι Δήμαρχοι της πόλης μας είναι Τουρκοκρητικοί και από το 1911 και μετά εκλέγεται χριστιανός Δήμαρχος μέχρι φυσικά και σήμερα.

Παραμονή Χριστουγέννων του 1901.  Δήμαρχος Ηρακλείου αναλαμβάνει ο Ριφαάτ Αφεντακάκης. Δύο χρόνια περίπου έμεινε Δήμαρχος. Τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι το 1911 Δήμαρχος Ηρακλείου ήταν ο Μουσταφά Δεληαχμετάκης. Οι χριστιανοί μετά το 1906 αποτελούν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της πόλης μας. Το κλίμα όχι και τόσο καλό. Πάθη και μίση η κατάσταση μόνιμα συγκεχυμένη, η ρήξη Βενιζέλου και βασιλιά Γεωργίου δεδομένη, αφού ήδη έχει προηγηθεί το κίνημα του Θερίσου.

Ανάστατη και η αγορά με τους επαγγελματοβιοτέχνες και γενικά τους εμπόρους να διαμαρτύρονται και οι οποίοι ενάμιση μήνα μετά από την εκλογή του Τουρκοκρητικού Δημάρχου Ριφαάτ Αφεντακάκη και συγκεκριμένα την 15η Ιανουαρίου του 1902 απευθύνονται με επιστολή τους προς τον προαναφερθέντα Δήμαρχο Ηρακλείου, από τον οποίο ζητούν την στήριξή τους. Από το αρχείο της Κρητικής Πολιτείας σας αναφέρω την συγκεκριμένη επιστολή, καθώς και το περιεχόμενό της.

“Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε

Ευσεβάστως λαμβάνομεν την τιμήν άπαντες οι παντοπώλαι της πόλεως Ηρακλείου, ίνα καταστήσωμεν γνωστόν υμίν, ότι το επάγγελμα ημών το οποίον μετερχόμεθα, όπως κερδήσωμεν εντίμως τον άρτον ημών τα οικειοποιήθηκαν πολλοί και τα είδη, άτινα αγοράζωμεν ημείς όπως τα μεταπολώμεν επί κέρδει, τα αγοράζωσι και οι οπωροπώλαι και οι μεταπράται και οι αστραγαλοποιοί.

Και άλλοι μεν τα πωλώσι εις τα μαγαζεία των, άλλοι εις τας οδούς αντί ευτελούς τιμήματος και πολλάκις με ζημίαν, εκτός τούτου και οι έμποροι, ο οποίοι μας πωλώσιν χονδρικώς τα εμπορεύματα επί τω σκοπώ όπως τα μεταπωλώμεν ημείς με κέρδος, ούτοι οι ίδιοι πωλώσιν τα ίδια εμπορεύματα με την ιδίαν τιμήν.

Με αυτήν την τιμήν τα πωλώσι και εις ημάς. Τότε λοιπόν πως είναι δυνατόν ημείς, να μεταπωλώμεν τα εμπορεύματα και να κερδαίνωμεν τα προς το ζην, αφότου μας συναγωνίζονται όλα τα επαγγέλματα;

Όθεν καθικετεύομεν ημάς κύριε Δήμαρχε, ίνα λάβετε υπ ‘ όψιν την θέση μας ταύτην και ενεργήσατε νομίμως όπως έκαστος των επαγγελματιών περιορισθεί και το επάγγελμα το οποίον εδήλωσεν.

Ητοι ο μεν έμπορος το επάγγελμα το οποίον εδήλωσε να μετέρχεται  και τον έμπορον και τον παντοπώλην και ο οπωροπώλης να δηλώνει το επάγγελμα του οπωροπώλου και έπειτα να επαγγέλεται τον παντοπώλην ήτοι δύο επαγγέλματα και εν γένει έκαστος να επαγγέλεται το επάγγελμα για το οποίον εδήλωσεν και ουχί να δηλώνει άλλο επάγγελμα και άλλο να επαγγέλεται.

Διότι τότε καταστρατηγέιται ο νόμος περί επιτηδεύματος και οι νόμοι γίνονται, ίνα εφαρμόζωνται και ουχί ίνα καταργώνται. Ευελπιστώντες, ότι θέλει τύχει προσοχής η παρούσα μας και όπως διορθωθεί η προσγενομένη εις ημάς αδικία. Εκατό είκοσι χρόνια πριν….

Εν Ηρακλείω τη 15η Ιανουαρίου 1902

Υποσημειούμεθα ευσεβάστως, οι ευπειθέστατοι.

Χρήστος Αθανασιάδης

Παναγιώτης Παπουτσιδάκης

Πέτρος Κανακάκης

Εμμανουήλ Ταβλαδωρίδης

Παναγιώτης Βελεγράκης

Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης

Εμμανουήλ Γιαννακουδάκης

Ιωάννης Καρούζος

Ιωάννης Παπαδογιαννάκης

Κ. Σφακιανάκης

Εμμανουήλ Σταματάκης

Αντώνιος Χριστοδουλάκης

Γεώργιος Καταλαγαριανάκης

Κώστας Φλουρής

Μιχαήλ Σερμετζάκης

Ιωάννης Μαρκουράκης

Δ. Ζανάκης

Χαρίλαος Σεμερτζάκης

Μιχαήλ Καζαντζάκης

Δ. Σεκατηδάκης

Ε. Μπορμπουδάκης

Αντώνιος Δρακόπουλος”.

Μαζί με τους παραπάνω παντοπώλες που υπογράφουν οι οποίοι είναι Ελληνες, υπάρχουν και Τούρκοι συνάδελφοί τους που υπογράφουν κι αυτοί. Βέβαια ανάμεσα στους Ηρακλειώτες παντοπώλες είναι και το όνομα του πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη, Μιχαήλ Καζαντζάκης. Παντοπώλης ή ο γνωστός μας μπακάλης! Λέξη που προέρχεται από την τουρκική λέξη bakkal και σημαίνει αυτόν που πουλάει τα απαραίτητα.

Άνθρωποι της υπομονής συνήθως οι μπακάληδες, ευγενικοί έτοιμοι να εξυπηρετήσουν ακόμα και τις πιο παράλογες απαιτήσεις. Σίγουρα οι παλιότεροι θα θυμούνται στην οδό 25ης Αυγούστου το κατάστημα αποικιακών Δ. και Γ. Γιαλιτάκη, του Κόπακα, του Λιαπάκη, του Ηρακλή Χρυσουλάκη απέναντι από τον Αγιο Τίτο και τον Γ. Λιαναντωνάκη.

Επίσης του Στέφανου Μπλαβάκη στην πλατεία Καλλεργών. Πιο πάνω στα λιοντάρια του Ε. και Ν. Νησιώτη, ΣΙΑ και στην οδό  Καρτερού του Β. Καρανικόλα. Στην Πλατειά Στράτα (Καλοκαιρινού) του Χαλκιαδάκη (πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη της αλυσίδας), όπως και του Εμμανουήλ Λαμπράκη.

Το αποικιακό του Χ. Λιοκούκουδου (οδός Καντανολέων). Του Σηφάκη (Οδος 1821), του Τσιχλάκη (1866), του Ξενοφώντα Σπαθαράκη (Δαιδάλου), του Φορτσάκη (Κορνάρου). Του Βουρεξάκη (Χανιόπορτα), των Βιτσαξάκη και Ελευθεράκη (Λαδάδικα), του Περτσελάκη (αγορά), του Παρασύρη πατέρα της Παρής Κάββου στην Καλοκαιρινού, του Μοσχαπιδάκη (οδος 1821), Στουπάκη (Ανωγειανό) και του Λυδάκη.

Στην περιοχή του Λάκκου ήταν τα παντοπωλεια του Λαμπράκη και του Σωτήρη. Φυσικά θα κλείσω με τα γνωστά παντοπωλεία της αγοράς όπως: το Ακρόπολις του Μπαλτζάκη, του Αργυράκη, του Αλεξίου, του Νερολαδάκη. Αυτά ήταν τα μπακάλικα ή τα παντοπωλεία ή τα σημερινά σούπερ μάρκετ.

Χωρίς βέβαια τη σημερινή πολυτέλεια, με τον έντονο φωτισμό, με βιτρίνες και πολλά ψυγεία. Αλλά με τον παντοπώλη που φορούσε την ποδιά του, έχοντας μόνιμα το μολύβι στ’ αυτί, τη συζυγό του συνήθως ή τον έμπιστο βοηθό του, δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πρόθυμοι όλοι τους, χαμογελαστοί, εξυπηρετικοί, έχοντας πάντοτε υπόψη τους την λαϊκή ρήση: «Τον πελάτη εύκολα τον χάνεις και δύσκολα τον κερδίζεις”.