Στη συγγραφική της διαδρομή η Ρέα Γαλανάκη έχει κατακτήσει πολλές κορυφές και δίκαια αναγνωρίζεται από επαρκείς αναγνώστες και έγκυρους κριτικούς ως κορυφαία μας πεζογράφος. Τα διηγήματά και τα μυθιστορήματά της είναι καρπός επίπονης προσπάθειας για να κατακτήσει έναν δικό της ύφος γραφής, ένα γραφικό χαρακτήρα, που της επιτρέπει να ανανεώνεται συνεχώς από έργο σε έργο οδηγώντας τη γλώσσα μας στην πιο ευφρόσυνη στιγμή της.

Της το επέτρεψε βέβαια η συγκυρία να έχει καλές σπουδές με άξιους δασκάλους, αλλά και η αίσθηση μιας ιδιαίτερης ευθύνης απέναντι στους αναγνώστες της. Η ίδια ευθύνη την χαρακτηρίζει και ως συγγραφέα και ως πολίτη στον δημόσιο χώρο.

Γνωρίζω καλά όλα τα έργα της και συχνά επιστρέφω και αναπαύομαι στις σελίδες τους. Στα περισσότερα επιδίωξε να αφηγηθεί τις ζωές των άλλων αναπλάθοντας και ζωντανεύοντας την εποχή και τις δύσκολες συνθήκες που έζησαν.

Τα τραύματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις τους. Συχνά τους ανακαλεί και συνομιλεί φιλικά μαζί τους, όπως γίνεται με την Ολγα, τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά και την Ελένη. Στα περισσότερα η Κρήτη, ιδιαίτερα το Ηράκλειο, όπου γεννήθηκε, σπούδασε και έζησε, είναι όχι μόνο ο χώρος δράσης, αλλά και μια νοσταλγική επιστροφή της μνήμης. Έχει αποδώσει πλούσια τα τροφεία στον τόπο της.

Το τελευταίο της μυθιστόρημα «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» κυκλοφόρησε σε μια άψογη και καλαίσθητη μορφή  από τις Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ και έχει περισσότερο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αφού αναφέρεται στους γονείς της, που υπήρξαν γιατροί με επαρκείς σπουδές στην Ευρώπη σε καιρούς δύσκολους και χρόνια δίσεκτα. Έχει μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, γιατί, όπως γράφει σε συνέντευξή της, « οι γονείς είναι ένας επίμονος και τρυφερός καθρέπτης».

Όσο κι αν δεν λέμε τις βαθύτερες πληγές μας, η Ρέα αφήνει στο έργο αυτό να διακρίνουμε μια εποχή, όπου τα αυστηρά ήθη του τόπου δεν επέτρεπαν στη γυναίκα να παραβεί ανόητες προλήψεις και να εκφραστεί ελεύθερα. Ο πατέρας της ήταν αυστηρός και λάτρης της υπαίθρου, ενώ η μητέρα κομψή αστή που μετείχε στην τότε κοινωνική ζωή της πόλης ενεργά. Εκείνος ως εθελοντής πήρε μέρος στο Μικρασιατικό Πόλεμο και στην Αλβανία παραμένοντας πάντα Βενιζελικός με πρωτοπόρο δράση.

Η Ρέα οργανώνει την αφήγησή της από τη Βιάννο, στο Σκινιά, στο Ηράκλειο και το Λασίθι σε τόπους ιδιαίτερα γνωστούς σε μένα, αφού η μητέρα μου ήταν Παπαδημητροπούλου από τον Πεύκο Βιάννου και ο αδελφός του παππού μου ήταν γιατρός στον Σκινιά. Ο γιος του Εμμανουήλ, γιατρός κι εκείνος, εκλέχτηκε βουλευτής το ’50 με το κόμμα του Βενιζέλου. Υποθέτω ότι ήταν στενοί φίλοι, αν και στο μυθιστόρημα δεν αναφέρεται.

Αναφέρεται όμως η φαρμακοποιός Κυριακούλα Παπαμαστοράκη από τη Βιάννο που γνώρισα στο Αρκαλοχώρι και μάλιστα είχε θεσπίσει ένα βραβείο που πλήρωνα τα δίδακτρά μου, γιατί το γυμνάσιο ήταν κοινοτικό. Το σπίτι της μεταξύ Τσούτσουρα και Κερατόκαμπου επισκεφθήκαμε με τη συμμαθήτριά μου Μαρίνα και περάσαμε αξέχαστα. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα, αλλά πάντα μένει ζωντανή στη μνήμη μου και την ευγνωμονώ.

Το μυθιστόρημα της Ρέας είναι μια μουσική σύνθεση με βασικό μοτίβο τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια που επανέρχεται συχνά. Συντίθεται από καταγραφές αναμνήσεων της γιαγιάς και της μητέρας, αλλά και από την ανάγνωση φωτογραφιών, που ως συγγραφέας διαβάζει και ζωντανεύει, αφού μια φωτογραφία είναι θανατογραφία, γιατί σταματά το χρόνο.

Η Ρέα ανασταίνει το χρόνο, αναπλάθει την εποχή, διακρίνει την ψυχική διάθεση των εικονιζομένων και μας χαρίζει απολαυστικές περιγραφές των εποχών. Πράγματι η νοσταλγική μνήμη αναπλάθει με το δικό της τρόπο το παρελθόν και οι μεγάλοι συγγραφείς αγγίζουν ευαίσθητες στιγμές βοηθώντας μας να δούμε πιο καθαρά το βάθος των πραγμάτων και της ψυχής μας. Άλλωστε η συγκρότηση της πολιτισμικής μνήμης των λαών και η ταυτότητά τους γίνεται όχι τόσο από τους ιστορικούς, αλλά περισσότερο από τους λογοτέχνες που μυθοποιούν τη ζωή και γράφουν παραμύθια που κάποτε δεν είναι παραμύθια.

Τα θραύσματα που συγκεντρώνει η Ρέα στο έργο αυτό  μας δίδουν με δωρικό τρόπο τους ανθρώπους μιας άλλης εποχής χωρίς η συναισθηματική φόρτιση να καταστρέφει την ισορροπία του λόγου. Ακόμα και η προσωπική της επανάσταση με τον έρωτα απλώς σημαίνεται. Απολαυστικό έργο που δικαιώνει μια συγγραφέα και τη διαδρομή της.

 

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος