Τα τοπωνύμια «Καρτερός, Ψαρή Φοράδα, Ακρωτήριο του Θιόφιλου, Παναγία η Κυραλιμανιώτισσα, ο Πύργος του Ανεμά»
Ως γνωστόν η Αραβοκρατία υπήρξε μια επώδυνη κατάκτηση για την Κρήτη, η οποία διήρκεσε 137 χρόνια (824-961). Παραλείπομε τα ιστορικά που αφορούν αυτή την περίοδο, τα οποία έχουν αλλού περιγραφεί, περιοριζόμενοι στο καθαυτό θέμα μας. Οι Άραβες κατακτητές οχυρωμένοι στον Χάνδακα ναυπηγούσαν μικρά και ευέλικτα καράβια και εξορμούσαν στις παράλιες πόλεις του Αιγαίου, τις λεηλατούσαν συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους το ανθρώπινο δυναμικό τους.
Έκαναν επί τόπου διαλογή των αιχμαλώτων, σφάζοντας τους ηλικιωμένους και κρατώντας τους νέους και τις νέες, που προορίζονταν ως εμπόρευμα στο σκλαβοπάζαρο του Χάνδακα. Οι ληστρικές τους επιδρομές κατέστησαν μέγα πρόβλημα για την βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την κατάσταση στην επικράτεια της.
Το Βυζάντιο οργάνωσε 10 εκστρατείες ανακατάληψης της Κρήτης, αλλά όλες, εκτός από την τελευταία, είχαν άδοξο τέλος. Σε μία από αυτές, τη δεύτερη (826), με επικεφαλής το στρατηγό Κρατερό, έγινε απόβαση των βυζαντινών στρατευμάτων σε όρμο ανατολικά του σημερινού αεροδρομίου Ηρακλείου. Κι ενώ το αποτέλεσμα της μάχης ήταν υπέρ των Βυζαντινών ο στρατηγός Κρατερός, αφελώς φερόμενος, επέτρεψε στο στράτευμα του να πανηγυρίσει την πρόσκαιρη νίκη.
Εκμεταλλευόμενοι οι Άραβες την κραιπάλη των πανηγυρισμών όρμησαν εναντίον των Βυζαντινών τους οποίους κυνήγησαν μέχρι την Κω, όπου συνέλαβαν τον Κρατερό και τον θανάτωσαν σταυρώνοντάς τον «και καταλαβόντες τούτον εν Κω, επί ξύλου κρεμάσαντες διαφθαρήναι εποίησαν». Έκτοτε η ακτή στην οποία έγινε η απόβαση των Βυζαντινών ονοματίστηκε με το όνομα του βυζαντινού στρατηγού Κρατερός και από παραφθορά Καρτερός.
Άλλη εκστρατεία (842) με επικεφαλής τον ευνούχο Θεόκτιστο, στα βιαννίτικα παράλια, είχε επίσης άδοξο τέλος. Ήταν η περίοδος που, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου, αυτοκράτορας είχε ανακηρυχθεί ο ανήλικος γιος του Μιχαήλ, ο οποίος επιτροπευόταν από τη Θεοδώρα (μητέρα του και χήρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου) και συμβούλους τον Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας, τον μάγιστρο Μανουήλ, θείο της και τον ευνούχο Θεόκτιστο.
Κι ενώ ο Θεόκτιστος σημείωνε σημαντικές επιτυχίες και ήταν ενδεχόμενο ανακαταλαμβάνοντας την Κρήτη να γίνει αυτοκράτορας, ο Βάρδας από αντιζηλία προς τον Θεόκτιστο διασπείρει ψευδείς φήμες ότι η Θεοδώρα πρόκειται να στέψει άλλον αυτοκράτορα.
Ο Θεόκτιστος αφήνει στην Κρήτη τον μάγιστρο Σέργιο Νικητιάτη, τον μετέπειτα άγιο, (εορτάζει στις 28 Ιουνίου) που πέθανε στην Κρήτη και θάφτηκε στη Μονή Μαγίστρου, εγκαταλείπει τον αγώνα και σπεύδει προς την Πόλη. Αφήνει όμως την αγαπημένη άσπρη και πληγωμένη φοράδα του στους ντόπιους με σκοπό να την φροντίζουν. Στο μεταξύ η φοράδα πεθαίνει και ο τόπος παίρνει το τοπωνύμιο «Ψαρή Φοράδα» και το παρακείμενο ακρωτήριο «Ακρωτήρι του Θιόφιλου», όχι επειδή ο Θεόφιλος πολέμησε εκεί, αφού είχε πεθάνει, αλλά γιατί ο Θεόκτιστος πολεμούσε εν ονόματι του Θεόφιλου.
Στην ίδια περιοχή το σημερινό ξωμονάστηρο, το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που άλλοτε ήταν έδρα πλούσιου μοναστηριού, ληστεύτηκε από Άραβες. Κατά την παράδοση, οι Άραβες κουρσάροι μεταξύ των άλλων πήραν τα ιερά κειμήλια του μοναστηριού, αγνοώντας την απειλή του ηγουμένου ότι η Παναγία θα τους τιμωρήσει. Όταν όμως σήκωσαν άγκυρες για να φύγουν ένας τρομερός νοτιάς φύσηξε και τα πελώρια κύματα που σηκώθηκαν απειλούσαν να τούς πνίξουν.
Τότε θυμήθηκαν τα λόγια του ηγουμένου, γύρισαν πίσω τα ιερά κειμήλια και έταξαν χρυσά τάματα. Μετά από λίγο καιρό εκπλήρωσαν το τάμα τους κι έφεραν στο μοναστήρι μια χρυσή καμπάνα κι ένα χρυσό καράβι με την Παναγία στην πλώρη και την επιγραφή με χρυσά γράμματα «Στην Κυρά των λιμανιών». Έκτοτε το μοναστήρι λέγεται «Παναγία η Κυραλιμανιώτισσα».
Ακολούθησαν κι άλλες αποτυχημένες προσπάθειες οι οποίες δημιούργησαν το μύθο ότι όποιος ανακτήσει την Κρήτη θα γίνει αυτοκράτορας. Κι όταν οι Άραβες κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας 22.000 αιχμαλώτους, ο μύθος αυτός δημιούργησε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα όταν επί αυτοκράτορα Ρωμανού του Β΄ επανήλθε το θέμα η πλειοψηφία στη σύγκλητο ήταν αντίθετη.
Όμως η επιμονή του παρακοιμώμενου ευνούχου Ιωσήφ Βρίγγα έκαμψε τις αντιρρήσεις υποστηρίζοντας ότι «και πρέπον εστίν υπέρ των χριστιανών και ομοφύλων αγωνίζεσθαι» και επί πλέον ότι ή να ανακτηθεί η Κρήτη ή να πάψει να υπάρχει η βυζαντινή αυτοκρατορία. Αποφασίζεται να επιχειρηθεί νέα εκστρατεία και η αρχηγία ανατίθεται στο γενναίο Αρμένιο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Ο Φωκάς με μια άριστα οργανωμένη επιχείρηση (Ιούλιος 960) αποβιβάζεται στον όρμο του Αλμυρού, δυτικά του Χάνδακα, πολιορκεί την πόλη και μετά από οκτώ μήνες (7 Μαρτίου 961) καταλαμβάνει το δυσάλωτο κάστρο. Αιχμαλωτίζει τον εμίρη της πόλης Αμπντούλ Αζίζ, ο οποίος, λέγεται ότι μη μπορώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς του για την απώλεια του εμιράτου του προκάλεσε τη μάνα του να του πει: «Γιατί κλαις σαν γυναίκα, για ό, τι δεν ήσουν ικανός να υπερασπιστείς σαν άνδρας».
Φορτωμένος ο πορθητής του Κάστρου με ανυπολόγιστης αξίας θησαυρούς εισέρχεται θριαμβευτής στη Βασιλεύουσα. Ο Φωκάς μιμούμενος τον Αλέξανδρο φέρθηκε βασιλικά στον αιχμάλωτό του και του παραχώρησε μια μεγάλη έκταση γης έξω από την Πόλη για να ζει πλουσιοπάροχα με το χαρέμι του. Οι απόγονοι του Αμπντούλ Αζίζ βαφτίστηκαν χριστιανοί, πήραν υψηλά αξιώματα και ενσωματώθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία με το όνομα Ανεμάδες (από το αραβικό αλ-Νουμάν=Ανεμάς) και μάλιστα ο γιος του Αμπντούλ Αζίζ, Μιχαήλ Ανεμάς, διακρίθηκε για την ανδρεία του.
Όμως επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού οι Ανεμάδες συνωμότησαν με άλλους αυλικούς κατά του αυτοκράτορα με σκοπό να τον δολοφονήσουν με ξίφος μέσα στον κοιτώνα του. Γράφει η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, βιβλίο ΙΒ΄, V-VI ) ότι το σχέδιο αποτράπηκε την τελευταία στιγμή ως παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας: «Ο θεός όμως το ματαίωσε. Κάποιος κατήγγειλε το σχέδιο στον αυτοκράτορα. Ο βασιλιάς πρόσταξε να εισαχθούν πρώτοι ο Ιωάννης Σολομών και ο Γεώργιος Βασιλάκιος που είχαν φθάσει πιο κοντά στο δωμάτιο.
Όταν αποκαλύφθηκε ότι οι στρατιωτικοί είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία και προπαντός ο αρχηγός Μιχαήλ Ανεμάς που ποθούσε διακαώς το φόνο του αυτοκράτορα, εξορίστηκαν όλοι και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους…Τον Ανεμά και τους άλλους πρωταίτιους πρόσταξε να τους κουρέψουν εν χρω, να τούς ξυρίσουν τα γένια και να τούς διαπομπεύσουν περιφέροντας τους δια μέσω της αγοράς. Ύστερα είχαν διαταγή να τούς βγάλουν τα μάτια».
Από τα ανάκτορα η Άννα και οι αδελφές της παρακολουθούσαν τη διαπόμπευση και «μόλις φάνηκε ο Μιχαήλ να κοιτάζει προς τα ανάκτορα και, υψώνοντας ικετευτικά τα χέρια στον ουρανό, να ζητάει με νοήματα να του ξεριζώσουν τα χέρια από τους ώμους, τα πόδια από τους γλουτούς και το κεφάλι ακόμη να του κόψουν κάθε ζωντανό πλάσμα συγκινήθηκε μέχρι δακρύων και περισσότερο εμείς, οι κόρες του βασιλιά» Συγκινημένες οι κόρες του βασιλιά καλούν τη μητέρα τους.
«Στη θέα του Μιχαήλ δάκρυα πικρά κύλησαν από τα μάτια της». Παρακάλεσαν τη μητέρα τους να επέμβει στον αυτοκράτορα για να μην στερηθεί τέτοιους πολεμιστές και κυρίως τον Μιχαήλ, γιατί εναντίον του είχε οριστεί η βαρύτερη ποινή». Η παράκληση εισακούστηκε, κανείς δεν τυφλώθηκε και ο Μιχαήλ φυλακίστηκε σε ένα πύργο που είχε κτίσει ο Αλέξιος Α΄, δίπλα από την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Έκτοτε ο πύργος αυτός φέρει την ονομασία «Ο Πύργος του Ανεμά».
Κάποια από τα αναφερόμενα περιστατικά, γνωστά ή άγνωστα, ενδεχομένως να ακουμπούν την ιστορία, έστω και στις παρυφές της και έτσι μεταξύ μύθου, θρύλου και παραλλαγμένης πραγματικότητας, να συμπλέκονται, να συνυφαίνονται και εν πολλοίς, ως προϊόν της μικροϊστορίας, να αγνοούνται από τη μακροϊστορία. Δεν παύουν όμως, πέραν του ότι λαμπρύνουν την ιστορία να την κλεϊζουν και να συντηρούν την ιστορική γνώση στη συνείδηση του απλού λαού.
* Ο κ. Καλοχριστιανάκης είναι δάσκαλος-συγγραφέας