Πριν πολλά- πολλά χρόνια, σε ένα χωριό ζούσε, ή έτσι έλεγε τουλάχιστον, ο Θωμάς. Μόνος του, απάντρευτος, άτεκνος και δίχως άλλα σόγια. Είχαν από χρόνια πεθάνει οι γονείς του, που τον είχανε μοναχογιό.

Μολονότι το χωριό του ήταν μακρινό από των παππούδων μου, εντούτοις είχε φτάσει μέχρι και σε μας η φήμη του.

Η φήμη του οφειλόταν σε δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι ο Θωμάς είχε μεγάλη αγροτική περιουσία. Ο δεύτερος ότι ήταν φοβερά τσιγκούνης.

Κάποια μέρα, λοιπόν, τα παπούτσια που φορούσε για χρόνια σχίστηκαν και δεν μπορούσες να τα φοράς, όχι και να τα βλέπεις μόνον! Με κρύα καρδιά, κατεβαίνει στην αγορά στην Χώρα και αγοράζει άλλα, καινούργια, τα πιο φθηνά που βρήκε.

Στο δρόμο της επιστροφής για το χωριό, ο Θωμάς πήρε μιαν απόφαση. Αφού τα ζύγισε όλα καλά, απεφάσισε να μην φορέσει τα καινούργια παπούτσια, εωσού φθαρούν πλήρως τα παλιά. Γιατί αν χαλούσαν κι αυτά, θάπρεπε να πάρει πάλι άλλα!

Βάλθηκε, λοιπόν, από την επομένη μέρα, να υλοποιήσει την απόφασή του. Κι όλοι τον έβλεπαν να τριγυρνά πέρα – δώθε με τα παλιοτσάρουχα…

Στους τρεις μήνες, όμως, από τη μέρα εκείνη, συνέβη το … μοιραίο! Ο Θωμάς, ενώ τα παπούτσια τα παλιά φθείρονταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ και τα καινούργια πάλιωναν στο ράφι αφόρετα, πέθανε από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του, μόνος και αβοήθητος.

Οι γυναίκες της γειτονιάς που έτρεξαν στο σπίτι του μακαρίτη να τον ετοιμάσουν, ψάχνοντας ρούχα καλά για το νεκρό και το τελευταίο του ταξίδι,  βρήκαν και το αφόρετο ζευγάρι των παπουτσιών και του τα φόρεσαν πριν τον βάλουν στο φέρετρο.

Με το που τέλειωσε η εξόδιος ακολουθία και οι άντρες του χωριού οι πιο χεροδύναμοι σήκωσαν το φέρετρο και ήσαν έτοιμοι να το χώσουν στο χώμα, πετάγεται ένας “έξυπνος και ετοιμόλογος” από τους συγχωριανούς και φωνάζει: “Α, ρε Θωμά, που σού ‘μελλε τους περιπάτους του Κάτω Κόσμου να τους κάνεις με τα καινούργια σου παπούτσια, αφού η τσιγκουνιά σου δε σ’ άφησε να τους κάνεις στον Πάνω!”

Άλλοι δαγκώθηκαν μόλις τον άκουσαν, άλλοι, ανάμεσά τους ο παπάς και ο δάσκαλος, γέλασαν υπόκωφα και όλοι απομακρύνθηκαν μόλις το χώμα σκέπασε το φέρετρο και σύρθηκε η ταφόπλακα…

Και όλοι, ψάχνοντας ποιος θα καρπωθεί το βιος του άκλερου Θωμά, κανείς άγνωστος ίσαμε τότε μακρανιψιός ίσως;, είχαν πάρει ένα πολύ χρήσιμο μάθημα:  Χειρότερο πράγμα από την τσιγκουνιά για το ανθρωπολόι δεν υπάρχει, που δεν σ’ αφήνει τίποτα ν’ απολαμβάνεις στη ζωή!

Έτσι δεν είναι;