Σάλος ξέσπασε στο χώρο της Εκκλησίας τούτες τις μέρες, εξαιτίας του  γεγονότος ότι ο ιερέας π. Αλέξανδρος Καρυώτογλου πήρε την πρωτοβουλία να ντύσει «παπαδάκια» δυο κορίτσια στον ναό όπου λειτουργεί. Ξεσηκώθηκαν, λοιπόν, κάποιοι «σκανδαλισθέντες» πιστοί, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια τέτοια «ανατρεπτική» των εκκλησιαστικών  παραδόσεων πρωτοβουλία.

Και η άρχουσα Εκκλησία, υπείκουσα στους «σκανδαλισθέντες», έσπευσε να θέσει σε αργία τον  ιερέα, και μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, αναπολόγητο. Εγείρεται, λοιπόν, ένα θέμα που άπτεται της άγραφης εκκλησιαστικής παράδοσης, πηγάζει όμως από κάποιες αντιλήψεις για τη γυναίκα που εξακολουθούν να ζουν στην Εκκλησία, παρά το βήματα που έχουν γίνει για την αλλαγή της κατάστασης αυτής. Επ’ αυτού θα καταθέσω κάποιες σκέψεις.

Ως προς το θέμα των κοριτσιών που ντύθηκαν «παπαδάκια»(με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων τους, όπως μαθαίνουμε), το ζήτημα έχει δυο όψεις, μια τυπική και μια ουσιαστική. Η καθαρά τυπική όψη αφορά στο ότι όντως πάντα στους ναούς υπηρετούσαν ως «παπαδάκια» τα αγόρια, αφού σε αυτά επιτρέπεται να εισέρχονται στο Άγιο Βήμα. Έχει, δηλαδή, παγιωθεί μια παράδοση στο θέμα αυτό, ένας τύπος, που ένα μέρος των πιστών θεωρεί ότι ως τέτοιος δεν μπορεί να αλλάξει και ότι, αν αλλάξει, θίγονται τα ιερά και τα όσια της Ορθοδοξίας.

Να πούμε πρώτα-πρώτα ότι η παράδοση για την Ορθοδοξία είναι πολύ σημαντική, είναι η δεύτερη πηγή της πίστεως μετά την Αγία Γραφή, γι’ αυτό και αποκαλείται Ιερά. Ωστόσο, η παράδοση αφορά πολύ μεγάλα ζητήματα που άπτονται της ίδιας της ουσίας της πίστεώς μας (π.χ. τα μυστήρια) και όχι τα «συμβεβηκότα», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, δηλαδή όλα εκείνα που και να λείψουν, δεν αλλοιώνεται η ουσία της πίστεως.

Στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας πολλά στοιχεία, πολλοί «τύποι»,  της παράδοσης έχουν αλλάξει, χωρίς να αλλάξει ουδέ επ’ ελάχιστο η πίστη. Αναφέρω τις αλλαγές που έγιναν στη ναοδομία, δηλαδή την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική,   (βασιλική, βασιλική με τρούλο, σταυροειδής βυζαντινός ναός κ.λ.π.), στη Θεία Λειτουργία (από τη Θεία Λειτουργία του αγίου  Ιακώβου στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου και από εκεί στη Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου), στην ενδυμασία των κληρικών κ.ά.

Ειδικά ως προς το θέμα των γυναικών πρέπει να υπενθυμίσω στους σκανδαλισθέντες τι είχε συμβεί με το γυναικείο παντελόνι, όταν πολλοί μητροπολίτες, κληρικοί και μοναχοί είχαν «ξεσπαθώσει» και ζητούσαν να μην επιτρέπεται στις φέρουσες παντελόνι να εισέρχονται στους ναούς.

Σήμερα οι γυναίκες με το παντελόνι είναι αποδεκτές στον ναό και ουδείς διαμαρτύρεται (και καλώς πράττει), γεγονός που δείχνει ότι η ίδια η Εκκλησία αντιλήφθηκε ότι η ενδυμασία, όταν δεν είναι προκλητική (που και αυτό παραβλέπεται στους γάμους και τις βαπτίσεις), δεν πρέπει να απαγορεύει την είσοδο στον ναό για τις γυναίκες (εξάλλου, το ράσο δεν κάνει τον παπά, λέει ο λαός μας).

Ως προς αυτό η Εκκλησία έχει υποχρέωση να διδάξει τους πιστούς την ιερότητα του χώρου, ώστε να συνειδητοποιήσουν και την ανάγκη να τον σέβονται όλοι αδιακρίτως, «λόγοις και πράξεσι».

Επίσης, πριν από λίγα ακόμη χρόνια στους ναούς υπήρχαν αυστηρά οριοθετημένες οι θέσεις ανδρών και γυναικών, πράγμα που σήμερα έχει εκλείψει, οι άνθρωποι κάθονται όλοι μαζί, χωρίς διαχωρισμούς φύλου, και κανείς δεν φέρει αντίρρηση. Αλλά και στα Εκκλησιαστικά Συμβούλια οι γυναίκες σήμερα έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει και μάλιστα προσφέρουν πολύ συχνά τις υπηρεσίες τους με μεγαλύτερο ζήλο από τους άντρες.

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω και το πιο σημαντικό, που είναι το θέμα των ψαλτών στους ναούς. Σύμφωνα με την παράδοση, στους ναούς είχαμε και έχουμε άντρες ως ψάλτες. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι γυναίκες έχουν ανέβει στα αναλόγια, διακονώντας από τη θέση αυτή σε πολλές ενορίες, κυρίως των χωριών, όπου η απουσία των ψαλτών έχει γίνει ένα μεγάλο πρόβλημα για τους ιερείς στην τέλεση των ακολουθιών.

Το ερώτημα είναι: έχασε κάτι η Εκκλησία από όλες αυτές τις μεταβολές στους «τύπους»; Η απάντηση είναι όχι, δεν έχασε. Αντίθετα κέρδισε πολλά, όχι μόνο γιατί εξυπηρετεί τις ανάγκες της αλλά και γιατί έδωσε ώθηση στο θέμα της υπέρβασης  των διαφορών μεταξύ των φύλων.

Κυρίως, όμως, γιατί και η ίδια η Εκκλησία έδειξε πως τα κοινωνικά στερεότυπα, αυτά στα οποία ο ίδιος ο Χριστός αντιτάχθηκε ζώντας σχεδόν αντισυμβατικά (όπως λένε οι Ευαγγελιστές, ο Χριστός έτρωγε και έπινε «μετά τελωνών και αμαρτωλών»), είναι ανθρώπινα δημιουργήματα που δεν έχουν σχέση με την ορθότητας της πίστης,  με την αγάπη, με τον σεβασμό, με το έλεος, με την καθαρότητα της καρδιάς.

Η αποδοχή των αλλαγών αυτών δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία «συσχηματίζεται» με τον κόσμο, δεν προσαρμόζεται δηλαδή στη νοοτροπία του κόσμου, αλλά αποδέχεται τους ανθρώπους, ως ανθρώπους και μόνο, και όχι βάσει της ενδυμασίας ή του φύλου τους ή της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η αναγέννηση του ανθρώπου, η ανακαίνισή και μεταμόρφωσή του «εἰς τὸ δοκιμάζειν τὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. 12,2).

Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και την επιλογή του π. Αλεξάνδρου να ντύσει τα δυο κορίτσια «παπαδάκια», δηλαδή ως ένα ακόμη βήμα για μια αλλαγή που, χωρίς να βλάπτει το δόγμα και την πίστη της Εκκλησίας, όχι μόνο συντελεί στην άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των φύλων αλλά κυρίως δηλώνει ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε για όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση και ότι όλοι οι πιστοί ανήκουν ισότιμα στο ένα σώμα της Εκκλησίας.

Ο απόστολος Παύλος τόνισε ότι «οὐκ ἔστι ἄρσεν καὶ θῆλυ. πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Αν όλοι οι πιστοί είναι «ένα» χάρη στον Ιησού Χριστό, τότε καθετί που διασπά αυτή την ενότητα είναι αντίθετο προς τη διδασκαλία και το έργο Του.

Η Εκκλησία οφείλει να προωθεί αυτή την ενότητα και να αίρει, πάντα με προσοχή και διάκριση, καθετί που τη διασπά και όχι να παγιώνει τα κοινωνικά στερεότυπα, που είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και που αργά ή γρήγορα θα ανατραπούν εκ των πραγμάτων.

Έτσι, ερχόμαστε στην ουσιαστική όψη του γεγονότος που αποτέλεσε την αφορμή για τούτο το άρθρο. Η ουσία του γεγονότος αυτού βρίσκεται  στη θέση που παραδοσιακά είχε η γυναίκα στην Εκκλησία. Δυστυχώς, κάποιοι άνθρωποι της Εκκλησίας εξακολουθούν να είναι κυριολεκτικά δέσμιοι αντιλήψεων που δίνουν σε κάποια «θνησιγενή» στοιχεία της παράδοσης, δηλαδή σε στοιχεία μεταβλητά, χαρακτήρα δόγματος.

Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι στην Εκκλησία, η οποία εκ των πραγμάτων είναι «συντηρητική», δεν μεταβάλλει δηλαδή εύκολα τις παραδόσεις (δεν μιλώ για το δόγμα που δεν μπορεί ποτέ να μεταβληθεί), η θέση της γυναίκας προσδιοριζόταν εν πολλοίς και από αντιλήψεις της Π. Διαθήκης, η θέση της δηλαδή ήταν εντεταγμένη στους ισχύοντες κοινωνικοπολιτιστικούς κανόνες και στα δεδομένα εκείνης της εποχής.

Έτσι, ο ρόλος της, όπως διαγράφεται στην Π. Διαθήκη, είναι πρωτίστως μητρικός και συζυγικός (όπως ήταν περίπου και στην αρχαία ελληνική κοινωνία), χωρίς να λείπουν, ωστόσο, οι περιπτώσεις γυναικών με ηρωικό φρόνημα ή προφητικό χάρισμα. Ένα σημαντικό στοιχείο πού επηρέαζε την κοινωνική θέση της γυναίκας ήταν η βιολογική λειτουργία της εμμήνου ρύσεως.

Η γυναίκα, κατά την περίοδο της εμμήνου ρύσεως θεωρούνταν, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές συνήθειες, ακάθαρτη (Λευιτ. 15,13), όπως ακάθαρτο θεωρούνταν και ό, τι ερχόταν σε επαφή μαζί της κατά την περίοδο αυτή (Λευιτ. 15,20). Αυτή η «ακαθαρσία», πού σαφώς δικαιολογείται επειδή οι συνθήκες καθαριότητας τότε ήταν μηδαμινές, έπαιζε το ρόλο της για την κατώτερη θέση της γυναίκας. Όμως είναι σαφές ότι το ζήτημα αυτό, καθώς άπτεται της γυναικείας βιολογίας και καθαριότητας, δεν αγγίζει το θέμα της πίστης.

Στην Κ. Διαθήκη, αντίθετα,  η γυναίκα θεωρείται «δόξα του ανδρός» (Α΄Κορ. 11, 7), τονίζεται  ότι μέσα στην οικονομία του Θεού «οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρός» (Α΄ Κορ. 11,11), ενώ ο γάμος ανάγεται σε μέγα μυστήριο, καθώς αναφέρεται στον Χριστό και την Εκκλησία (Εφεσ. 5,32).

Επομένως, για να βρούμε την ουσία του πράγματος, πρέπει αφενός να δούμε τις απαγορεύσεις της Π. Διαθήκης μέσα στο πνεύμα της εποχής εκείνης, αφετέρου, να θυμόμαστε ότι ο Χριστός γεννήθηκε από γυναίκα, την Θεοτόκο Μαρία, και άρα η συμβολή της γυναίκας στη σωτηρία των ανθρώπων είναι πρωταρχική κι ακόμη να δεχτούμε ότι στη ζωή της Εκκλησίας έχουν εισχωρήσει ανθρώπινα έθιμα και συνήθειες από τον κατά καιρούς κοινωνικό περίγυρο.

Έτσι θα παραμερίσουμε τα φαινόμενα και θα οδηγηθούμε πίσω από αυτά, θα δούμε το πράγμα καθαρά και θα φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος. Και το πρόβλημα γεννιέται από τη στιγμή που άνθρωποι της Εκκλησίας (κληρικοί ή λαϊκοί) θεωρούν ανθρώπινες συνήθειες και έθιμα μιας άλλης εποχής ως αμετάβλητα και αναλλοίωτα, όπως τα δόγματα.

Εν προκειμένω, η παρουσία της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία εξακολουθεί να υπόκειται, για κάποιους ευσεβιστές και υπερορθοδόξους, σε απαγορεύσεις και «αιώνιους» κανόνες, στους οποίους δεν υπόκειται ο άντρας, με τη μοναδική δικαιολογία ότι πρόκειται για γυναίκα και, όπως υποστηρίζουν, η γυναίκα, «θεόθεν» τάχα, βρίσκεται σε κατώτερη θέση σε σχέση με τον άντρα, ξεχνώντας πόσο ψηλά έχει τοποθετήσει η Εκκλησία τη γυναίκα ως Μητέρα του Θεού.

Όλα, επομένως, ξεκινούν από αυτή την παράλογη θέση. Το θέμα, λοιπόν, είναι να φτάσουμε στην ουσία της πίστης μας και να δούμε ότι, όπως γράφει ο θεολόγος Ιωάννης Π. Μπουγάς, στην Εκκλησία «δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στις κτιστές φυλετικές διακρίσεις του ανθρώπου και η αντιμετώπιση των φύλων δεν είναι θέμα βιολογικό αλλά λειτουργικό, άρα ευχαριστιακό, άρα εσχατολογικό.» (άρθρο στην ιστοσελίδα ΑΡΧΩΝ, με τίτλο «Το 1923 γυναίκες ερμηνεύουν τον θείο λόγο στην Εκκλησία της Ελλάδος, το 2023;»).

Όλο αυτό σημαίνει ότι α) οι βιολογικές λειτουργίες της γυναίκας είναι θέμα που δεν πρέπει να αφορά την Εκκλησία, β) ότι τα φύλα εξισώνονται μπροστά στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου όλοι ενώνονται κοινωνώντας από το ίδιο Ποτήριο το σώμα και το αίμα του Χριστού και γ) όλοι, δια της συμμετοχής τους στην Εκκλησία και τη Θεία Ευχαριστία, αγιάζονται και πορεύονται προς τα έσχατα, δηλαδή προς την αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού.

Βεβαίως, οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων δεν εξαλείφονται, αλλά αυτές δεν έχουν κανένα ρόλο στο θέμα της σωτηρίας των ανθρώπων, όπου όλοι σώζονται με τον ίδιο τρόπο και ανάλογα με τα χαρίσματα και τον αγώνα του καθενός, γυναίκας ή άντρα. Είναι άλλο πράγμα να προσέρχεσαι καθαρός όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά στην Εκκλησία και άλλο να είσαι ως άνθρωπος ισότιμος με τους άλλους ενώπιον του Θεού.

Στην Εκκλησία καλείται ο άνθρωπος να γίνει άγιος, να «θεωθεί», να γίνει κατά χάριν θεός, κι αυτό ισχύει για όλους, άντρες και γυναίκες. Από αυτή την άποψη οι άγιοι άντρες και αγίες γυναίκες της Εκκλησίας δεν είναι όντα που περικλείονται μέσα στην βιολογικότητά τους, ούτε εξαντλούνται στους κοινωνικούς ρόλους (δες τη μελέτη «Η γυναίκα στην Παλαιά Διαθήκη», στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Νεότητας και Οικογένειας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών). Αν έτσι δούμε τα πράγματα, φτάνουμε στην ουσία της πίστης, όπου η βιολογική θέση της γυναίκας δίνει τη θέση της στην πνευματικότητα και στην κοινή για κάθε πιστό επιδίωξη της αγιότητας.

Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί ότι η παράδοση, όσον αφορά τα δευτερεύοντα στοιχεία της, πάντα άλλαζε (κάποτε, για παράδειγμα,  κανείς ιερέας δεν τολμούσε να κουρευτεί ή να ευπρεπίσει τα γένια του, ενώ σήμερα αυτό αποτελεί σχεδόν κανόνα). Η Εκκλησία πρέπει να μένει αναλλοίωτη ως προς το δόγμα της, το οποίο πρέπει να υπερασπίζεται με όλους τους τρόπους. Εκεί δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, γιατί τότε αλλοιώνεται η ίδια η φύση της, το ίδιο το έργο της. Μπορεί όμως και πρέπει να αλλάζει σε ζητήματα δευτερεύοντα, που δεν αλλοιώνουν την πίστη και το δόγμα της. Το ζητούμενο είναι να μένει στην ουσία του έργου της που είναι η σωτηρία, η ανακαίνιση και η καλή αλλοίωση των ανθρώπων.

Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι οι αλλαγές δεν πρέπει να γίνονται ατομικά από τον κάθε ιερέα, αλλά σε συνεννόηση με τον επίσκοπό του, ο οποίος είναι ο εκφραστής και υπερασπιστής της γνησιότητας της πίστης και του ήθους της Εκκλησίας. Αλλά και ο επίσκοπος με τη σειρά του να μη γίνεται φραγμός σε πρωτοβουλίες και καινοτομίες των ιερέων, οι οποίες δεν βλάπτουν την πίστη. Στην Εκκλησία όλα να γίνονται με προσοχή και διάκριση και προπάντων με αγάπη.

Η αγάπη υπερβαίνει τη στενότητα του νου και διαστέλλει την καρδιά, ώστε στην Εκκλησία να χωρέσουν όλοι, χωρίς τις διακρίσεις που γεννούν οι διαφορές φύλου, επαγγέλματος, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης. Ίσως τα κοριτσάκια που ο π. Αλέξανδρος έντυσε «παπαδάκια» μας δείχνουν τον δρόμο. Εξάλλου, το είπε ο Χριστός: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 18,3).