Υπηρετούσαν οι δυο μαζί ως έφεδροι αξιωματικοί στο Κιλκίς. Έμεναν μαζί νοικάρηδες  στο ίδιο σπίτι. Ο συνάδελφός του είχε βάλει στο μάτι την απέναντι γειτονοπούλα, δεκαεφτά χρονών αθώα παιδούλα. Μια μέρα πέρασε-ντυμένος την στολή του ανθυπολοχαγού -μπροστά από τον μπαξέ του σπιτιού της. Την είδε να ταΐζει τις κότες. Και την πείραξε.

– Αχ, να ήμουν πετεινός να με τάιζες με το χεράκι σου κι εμένα… Κι εκείνη του απάντησε ντροπιάρικα.

– Άντε, καλέ…

Αυτό ήταν η αρχή. Ύστερα το πείραγμα έγινε συχνό. Και ερωτεύτηκαν. Ήρθε όμως ο καιρός που ο Διονύσης απολυόταν. Είχε τελειώσει η θητεία του και έπρεπε πια να φύγει, να πάει στον τόπο του. Να αφήσει την Αρετούλα, που ήταν δεκαεφτά χρονών, ερωτευμένη πια παιδούλα. Στον αποχαιρετισμό τους, κρυφά, στον φράχτη του μπαξέ, εκείνη από μέσα και αυτός από έξω, ο Διονύσης έδινε ένορκη υπόσχεση στην Αρετούλα, ότι σε τρεις-τέσσερις μήνες θα τα τακτοποιούσε όλα στην πατρίδα του την Κρήτη, και θα επέστρεφε να την παντρευτεί. Εκείνη όμως δακρυσμένη τού απαντούσε

– Θα με ξεχάσεις…

Ο Διονύσης δεν την ξέχασε. Στην Κρήτη όλο την θυμόταν να του λέει με δακρυσμένα μάτια «Θα με ξεχάσεις…». Αυτή η εικόνα είχε μείνει ανεξίτηλη στον νου του. Και ο έρωτάς του φούντωνε για την Αρετούλα. Μετά από τρεις μήνες γύρισε από την Κρήτη ο Διονύσης, χωρίς τους γονείς του, που φαίνεται να είχαν κάποιες αντιρρήσεις, και παντρεύτηκε την Αρετούλα. Ο γάμος έγινε στο Κιλκίς, σύντομος, λιτός, χωρίς πολλά πανηγύρια. Ο σύνοικός του έφεδρος αξιωματικός, απολυμένος πια κι αυτός, παρευρέθηκε στον γάμο τους. Και μετά αναχώρησαν για Κρήτη. Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, δυο κορίτσια, δυο αγόρια. Απόκτησαν και εγγόνια.  Και ζούσαν ευτυχισμένοι.

Όμως δεν ήξεραν τι τους έκρυβε η φθονερή τους μοίρα. Πέθανε ξαφνικά από αρρώστια της καρδιάς το ένα τους αγόρι, παντρεμένος, σε ηλικία τριάντα ετών, αφήνοντάς τους  ορφανά εγγονάκια. Και από τότε η ευτυχισμένη οικογένεια, με τα πολλά παιδιά και τα εγγόνια, έπεσε σε βαρύ  παντοτινό πένθος. Απαρηγόρητοι.

– Κανείς δεν ξέρει τι του φυλάει η μοίρα στον δρόμο της ζωής…  έλεγε φιλοσοφώντας  ο από τότε ισοβίως πενθών  Κρητικός έφεδρος λοχαγός  Διονύσης.