Ούτε και το φετινό καλοκαίρι θα μας θυμίσει τα περασμένα, τα όμορφα, τα ξέγνοιαστα εκείνα καλοκαίρια προηγούμενων εποχών. Και πώς να μας τα θυμίσει άλλωστε, μέσα στην αποστειρωμένη μας πραγματικότητα; Όταν το απροσδόκητο, το ξαφνικό και το ανέμελο, ταυτίστηκαν με τον κίνδυνο; Όταν η ανθρώπινη δραστηριότητα απολυμάνθηκε; Όταν ολόκληρη η ζωή μας περιορίστηκε στο έρημο δυστοπικό παρόν της;
«Όνειρα θερινής νύχτας» θα αποτελέσουν και φέτος οι καλοκαιρινές διακοπές, για αρκετούς από εμάς. Για άλλους πάλι, όχι. Για αυτούς που θεωρούν «ιερές» τις διακοπές και δεν τις αναβάλλουν για κανέναν λόγο. Αυτήν την άποψη υποστηρίζουν πάντα οι νεότεροι που, αν και έχουν το χρόνο με το μέρος τους, δεν μπορούν να περιμένουν.
Εκείνοι βεβαίως έχουν και περισσότερα κίνητρα φέτος για να κάνουν διακοπές. Έχουν το βάουτσερ των 150 ευρώ, για όσους «αποφάσισαν» να εμβολιαστούν, την ισχυρή επιθυμία τους για χαλάρωση, μετά και την πίεση των πανελλαδικών εξετάσεων, την ανάγκη τους για διαφυγή από την κλεισούρα της πανδημίας, μα πάνω απ’ όλα, τον νεανικό τους και αγνό ενθουσιασμό!
Πολλά από τα νέα παιδιά θα επιλέξουν να εκδράμουν σε κάποιο όμορφο νησί μας, επιδιώκοντας να αποδράσουν, έστω και για λίγες μέρες, από την απομόνωση που μας έχει επιβάλλει η πανδημία. Πόσα όμως από αυτά τα νέα παιδιά γνωρίζουν ότι, πολλοί από τους σημερινούς ελκυστικούς νησιώτικους τουριστικούς προορισμούς, λειτουργούσαν πριν από μερικές δεκαετίες, ως τόποι κοινωνικής απομόνωσης, επιτήρησης, και ποικιλόμορφου σωφρονισμού του «εσωτερικού εχθρού»;
Πόσοι από αυτούς τους νέους ανθρώπους γνωρίζουν ότι, οι σημερινοί μικροί καλοκαιρινοί «παράδεισοι» των μαγευτικών νησιών μας, αποτέλεσαν κάποτε, για κάποιους άλλους ανθρώπους, την κόλαση του μαρτυρίου τους, ιδανικούς τόπους εξορίας, τιμωρίας και απομόνωσης;
Οι δύο αυτές λειτουργίες των μοναδικών σε ομορφιά σημερινών ελληνικών νησιών, αποδείχθηκαν τελικά ανταγωνιστικές μεταξύ τους κατά το παρελθόν, καθώς η ανάδειξη τότε ορισμένων νησιών ως τουριστικών προορισμών, επέφερε σχεδόν αυτόματα τον αποχαρακτηρισμό τους, από τόπους εξορίας.Το πρώτο που έρχεται στο μυαλό των περισσότερων, λόγω και της ιδιαίτερης προβολής που έτυχε τα τελευταία χρόνια, από το βιβλίο της Χίσλοπ και την επιτυχημένη τηλεοπτική μεταφορά του, είναι «το νησί των λεπρών», η Σπιναλόγκα. Το μικρό νησί αποτέλεσε την ιδανική λύση για την απομόνωση των Χανσενικών από τον υγιή πληθυσμό.
Το λεπροκομείο άνοιξε στο νησί το 1903 και έκλεισε το 1957. Σήμερα, το πανέμορφο νησάκι αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Δεν είναι όμως η Σπιναλόγκα, το μοναδικό νησί που αποτέλεσε τόπο απομόνωσης για κάποιους ανθρώπους.
Πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες διαβάζαμε στον «Ιό» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», αλλά και στο «Έψιλον», σχετικό απόσπασμα, σε διαταγή του υφυπουργού Εσωτερικών κ. Βάσσου Βραχνού, με ημερομηνία υπογραφής, 4/12/1954:
«Λαβόντες υπ’ όψην ότι αι Νήσοι Λήμνος και Μήλος παρουσιάζουσι μεγάλην τουριστικήν κίνησιν, αποφασίζομεν: Απαγορεύομεν του λοιπού τον καθορισμόν των Νήσων Λήμνου και Μήλου, ως τόπων εκτοπίσεως». Παρόμοια απόφαση είχε ληφθεί από τον ίδιο υφυπουργό και για την Σαντορίνη. (Τόποι εκτοπίσεως αποκαλούνταν οι τόποι εξορίας. Εκτοπισμένος ήταν ο εξόριστος, τον οποίο είχαν αναγκάσει να αλλάξει τόπο διαμονής, συνήθως σε μέρος απομονωμένο, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων).
Οι τόποι αυτοί εκτοπίσεως, επιφύλασσαν διαφορετικού τύπου εμπειρίες, για όσους δοκίμαζαν αυτές τις ιδιόμορφες καταναγκαστικές «διακοπές». Η εμπειρία διέφερε ανάλογα με τον τόπο, την προσωπικότητα, την ιδιοσυγκρασία, τις διασυνδέσεις, αλλά κυρίως την οικονομική επιφάνεια του κάθε «εκτοπισμένου».
Επώνυμοι, ευκατάστατοι πολιτικοί, δήλωναν πρόθυμοι να βιώσουν μια τέτοια εμπειρία εξορίας ως μια, όχι απαραίτητα δυσάρεστη εμπειρία, αλλά ως μια ευκαιρία να μπουν στη θέση των απλών καθημερινών ανθρώπων, καταγράφοντας έτσι τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, αλλά κυρίως τις διαθέσεις τους απέναντι στους ίδιους.
Έτσι λοιπόν, τον Αύγουστο του 1968, ο τελευταίος προδικτατορικός υπουργός Δημοσίας Τάξεως, μετά τον τρίμηνο εγκλεισμό του από τη χούντα στο κτήριο της Χωροφυλακής στο Μαρούσι, έφτασε στον τόπο εξορίας του, στην όμορφη Κάσο. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, διαβάζαμε ένα απόσπασμα του τότε εξόριστου υπουργού, από το ημερολόγιό του:
«Τα νερά ήταν δροσερά, καθαρά και γαλήνια και, μόλις κολύμπησα λίγο, αισθάνθηκα να με πλημμυρίζει αισιοδοξία. Ήμουν εξόριστος, αλλά όχι φυλακισμένος». («Το ημερολόγιό μου τον καιρό της δικτατορίας». Γεώργιος Ράλλης, Αθήνα 1997).
Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, πέρασε περίπου ενάμισι μήνα στο νησί της Κάσου, σε ένα ακατοίκητο σπίτι που του παραχώρησε ο τότε δήμαρχος του νησιού.
Τον περισσότερο καιρό της παραμονής του, φιλοξένησε εκεί και την οικογένειά του και εκτός από τα μπάνια που έκανε, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τη ραγδαία φθορά της δημοτικότητας του στρατιωτικού καθεστώτος, ακόμα και μεταξύ των οπαδών της σκληρής Δεξιάς. Δεν είχαν βεβαίως τις δικές του διευκολύνσεις και όλοι οι υπόλοιποι αστοί πολιτικοί, που εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο, στη Νάξο, στην Ίο, αλλά και σε άλλα νησιά.
Μα και για την προδικτατορική Αριστερά, ορισμένοι τόποι εξορίας σε νησιωτικές περιοχές ήταν σαφέστατα προτιμότεροι από τις υγρές και σκοτεινές φυλακές. Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι, οι παραπάνω επισημάνσεις αφορούσαν την παραδοσιακή μορφή διοικητικής εκτοπίσεως και όχι βεβαίως την «πειθαρχημένη διαβίωση» στα νησιωτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γυάρου ή Λέρου, αλλά ούτε και το εμφυλιοπολεμικό κολαστήριο της Μακρονήσου, με τα φρικτά βασανιστήρια, που στόχευαν στην απόσπαση δηλώσεων μετανοίας και στον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης.
Ένας ακόμα εμβληματικός τόπος εξορίας, που αποτελούσε πραγματικό φόβητρο σε προηγούμενες μαύρες περιόδους της ιστορίας μας, ήταν το νησί της Γαύδου, γνωστό και ως «το νησί του θανάτου». Το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, που σήμερα φαντάζει ως ένα εξόχως αντισυμβατικό θέρετρο, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και το 1951, αποτελούσε τον πιο φρικτό εφιάλτη κάθε εκτοπισμένου.
Τον Ιούλιο του 1933 ο διευθυντής του «Ριζοσπάστη» Τάκης Φίτσιος, επιστρέφοντας τότε από τον εκτοπισμό του επί ενάμισι χρόνο επάνω στο νησί, έγραφε χαρακτηριστικά: «Ανάφη, Φολέγανδρος, Άη Στράτης, Σίκυνος, Νηός, Σίφνος, Αμοργός. Αδίσταχτα μπορώ να ειπώ, ούτε κατά φαντασία δεν μπορούν να συγκριθούν στη φρίκη με τούτο το ποντικόνησο».
Ένα αρκετά διαφωτιστικό και ενδιαφέρον βιβλίο που παρουσιάζει τη σημερινή μαγευτική Γαύδο, τη νότια εσχατιά της Ελλάδας, σε μια προγενέστερη όμως εποχή, όπου είχε μετατραπεί τότε σε μαρτυρικό χώρο εκτόπισης, είναι το βιβλίο του φιλόλογου Δημήτρη Δαμασκηνού, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις «Παρασκήνιο» και φέρει τον τίτλο, «Εξόριστοι στο “νησί του θανάτου”». Μέσα από τις μαρτυρίες που έχει συγκεντρώσει ο συγγραφέας, αποτυπώνονται χωρίς «ρετούς», τόσο τα βάσανα της εξορίας, όσο και η ιστορική υφή των ύστερων μεσοπολεμικών εξελίξεων.
Αν ο ευλογημένος άνεμος της αναζήτησης ή η «πυξίδα» των καλοκαιρινών σου περιπλανήσεων, σε οδηγήσουν σε κάποιο από αυτά τα μαγικά νησιά, φρόντισε να φανείς συνεπής απέναντι στην ιστορία του. Να μην το δεις μονάχα ως ακόμα έναν ιδανικό τουριστικό προορισμό, γι’ αυτό που είναι σήμερα, αλλά και ως έναν ιερό τόπο προσκυνήματος και περισυλλογής, γι’ αυτό που κάποτε ήταν…