Αν το σύμφωνο μη επίθεσης που υπέγραψαν στη Μόσχα στις 23 Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Βιάτσεσλαβ Μολότοφ (Vyacheslav Molotov) και της Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) έπεσε σαν κεραυνός στην προπολεμική Ευρώπη, τα μυστικά συμπληρωματικά πρωτόκολλα που συνόδευαν τη συνθήκη και έγιναν γνωστά μετά τον πόλεμο (τα γερμανικά κείμενα το 1946· τα σοβιετικά, από τα οποία παραθέτω, το 1993) προκάλεσαν και προκαλούν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Η συζήτηση που διεξάγεται στην Ελλάδα για τον ναζισμό και τον σταλινισμό τα καθιστά εξαιρετικά επίκαιρα. Τα πρωτόκολλα αυτά απέδειξαν κατά τον πλέον επίσημο τρόπο ότι η υπογραφή του συμφώνου δεν υπήρξε ένα μεμονωμένο γεγονός, με το οποίο οι δύο χώρες επιδίωξαν απλώς να κερδίσουν χρόνο, η μία για να επιτεθεί και η άλλη για να αμυνθεί.

Η χιτλερική Γερμανία και η σταλινική Σοβιετική Ένωση συνεργάστηκαν στενά στο επόμενο χρονικό διάστημα, μοιράζοντας μεταξύ τους τα εδάφη της Πολωνίας, των κρατών της Βαλτικής και της Φινλανδίας. Τη μερίδα του λέοντος έλαβε η ΕΣΣΔ, διότι ο Χίτλερ επειγόταν να εισβάλει στην Πολωνία και έτσι έκανε μεγάλες παραχωρήσεις. Το κυρίως πρωτόκολλο αφορά την «οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής μεταξύ της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ».

Συζητήθηκε με όρους «αυστηρά εμπιστευτικούς», υπογράφηκε από τους Μολότοφ και Ρίμπεντροπ στις 13 Αυγούστου 1939, και φέρει την ιδιόχειρη σημείωση «Αντίγραφο για τον σύντροφο Στάλιν». Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, ένα τμήμα της Λιθουανίας (που με μεταγενέστερο πρωτόκολλο διευρύνθηκε σημαντικά) και η Βεσσαραβία παραχωρήθηκαν στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Η Πολωνία μοιράστηκε ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση με σύνορο τους ποταμούς Πίσα, Νάρεβ, Βιστούλα και Σαν.

Το κυρίως πρωτόκολλο συνοδεύεται από άλλα οκτώ πρωτόκολλα και έγγραφα, ανάμεσα στα οποία υπάρχει ένας χάρτης της Πολωνίας υπογεγραμμένος από τον Στάλιν και τον Ρίμπεντροπ. Στο σύνολό τους τα εννέα πρωτόκολλα απασχόλησαν τους δύο διαπραγματευτές για χρονικό διάστημα έξι μηνών μετά την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης.

Το κυρίως πρωτόκολλο υπεγράφη στις 13 Αυγούστου, άλλο ένα στις 23 του ίδιου μήνα, πέντε στις 28 Σεπτεμβρίου και ένα ακόμα στις 10 Ιανουαρίου του 1940. Τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία από τα δυτικά την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 και τα σοβιετικά από τα ανατολικά στις 17 Σεπτεμβρίου.

Τον Οκτώβριο οι Σοβιετικοί επέβαλαν στα κράτη της Βαλτικής την παρουσία στρατιωτικών βάσεων με δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες (τον Ιούνιο του 1940 κατέλαβαν και τις τρεις χώρες) και τον Νοέμβριο εισέβαλαν στη Φινλανδία και κατέλαβαν εδάφη της (με αποτέλεσμα να αποβληθούν από την Κοινωνία των Εθνών). Τα συμπληρωματικά πρωτόκολλα κατέστησαν αναγκαία, ώστε οι δύο κατακτητές να διευθετήσουν ζητήματα που προέκυψαν από τις επιθετικές τους ενέργειες, όπως: τη μετεγκατάσταση πληθυσμών, την αντιμετώπιση ταραχών εκ μέρους των Πολωνών (Polish agitation) και την απόσυρση των διεκδικήσεων της Γερμανίας για τμήμα της Λιθουανίας.

H Γερμανία παραβίασε το σύμφωνο μη επίθεσης στις 22 Ιουνίου 1941 και η Σοβιετική Ένωση είχε περίπου 5 εκατομμύρια νεκρούς στις μάχες κατά των εισβολέων. Η ανθρωπότητα της χρωστά ευγνωμοσύνη για τη νίκη της εναντίον των ναζιστικών δυνάμεων, αλλά αυτό δεν αίρει τον κυνισμό και την υποκρισία που επέδειξε δύο χρόνια νωρίτερα, όταν ήλθε σε συνεννόηση με τις ίδιες ακριβώς δυνάμεις για να προωθήσει τις δικές της επεκτατικές βλέψεις. Φυσικά, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση δεν διεκδικούν το μονοπώλιο αυτού του είδους της συμπεριφοράς.

Υφίστανται εκατοντάδες ανάλογες συμφωνίες και διευθετήσεις στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Η δική μας υποχρέωση είναι να ανατρέχουμε πάντοτε στις πηγές, αντί να αντλούμε πληροφορίες από αμφίβολης εγκυρότητας κείμενα για τις σχέσεις της Γερμανίας με την ΕΣΣΔ κατά την ως άνω περίοδο. Το πώς θα ερμηνεύσει κανείς τις πηγές εξαρτάται από την αξιοπιστία του ως ερευνητή και ιστορικού.

* Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, τμήμα Φιλολογίας, Ρέθυμνο