Την περίοδο της Κατοχής, 1941 – 1944, εγώ πήγαινα στο δημοτικό σχολείο στην Θεσσαλονίκη. Έλειπαν τότε τα τρόφιμα στις πόλεις. Ψωμί παίρναμε με το δελτίο. Στεκόμασταν σε ουρά μπροστά στον φούρνο και, όταν ερχόταν η σειρά μας, δίναμε το κουπόνι της ημέρας και παίρναμε τις μερίδες ψωμιού ανάλογα με τα άτομα της οικογένειας. Στην πραγματικότητα πεινούσαμε.

Φαΐ δεν χορταίναμε. Για εμάς τους μαθητές έρχονταν κάποια τρόφιμα από την Βόρεια Αμερική μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Τα έστελναν στα σχολεία, όπου τα μαγείρευε, μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι, για μεσημεριανό, η καθαρίστρια βοηθούμενη και από τους δασκάλους. Εμείς κουβαλούσαμε στην τσάντα μας ένα βαθύ πιάτο και ένα κουτάλι.

Και το μεσημέρι, όταν τελείωναν τα μαθήματα, μπαίναμε στην σειρά μπροστά στο καζάνι, κρατώντας το βαθύ πιάτο, και η καθαρίστρια με μια κουτάλα άδειαζε στο πιάτο μας την μερίδα του φαγητού. Μετά καθόμασταν στο θρανίο μας και τρώγαμε. Το φαΐ ήταν το ίδιο κάθε μέρα, ξερά μπιζέλια σταλμένα από την Αμερική. Τα είχαμε βαρεθεί. Τελικά τα σιχαθήκαμε. Μερικά παιδιά έκαναν εμετό.

Αλλά και η καθαρίστρια και οι δάσκαλοι είχαν κι αυτοί βαρεθεί να μαγειρεύουν κάθε μέρα μια καζανιά μπιζέλια για τους μαθητές. Και ήταν και μπελάς να τρώμε στο σχολείο μέσα στην τάξη. Γι’ αυτό τελικά αποφάσισαν να μας δίνουν μια σακούλα ξερά μπιζέλια κάθε εβδομάδα, να τα μαγειρεύει η μαμά μας στο σπίτι. Όμως επειδή και εμείς είχαμε σιχαθεί πια την μπιζελάδα, δεν τα μαγειρεύαμε, αλλά αρχίσαμε να τα χρησιμοποιούμε για μπιζελοπόλεμο.

Η ρεματιά της Ευαγγελίστριας είχε τότε καλαμιές. Από ένα καλάμι κόβαμε ένα κομμάτι σε μέγεθος φλογέρας, ανοίγαμε τον κόμβο, αν υπήρχε μέσα, και φυσώντας με το στόμα μας εκσφενδονίζαμε ξερά μπιζέλια. Έφευγαν από το καλάμι με δύναμη. Αρχικά βάζαμε στο σημάδι διάφορα αντικείμενα, π.χ. το φανάρι του Δήμου στην γειτονιά μας. Ποιος θα το πετύχει. Ή τον συμμαθητή μας ή τον σκύλο της γειτονιάς ή την κότα της κυρ’ Αφροδίτης… Τόσο μας είχε αρέσει το παιχνίδι αυτό, που σε δυο εβδομάδες είχαν γεμίσει τα στενά του συνοικισμού μας με ξερά μπιζέλια.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι είχαμε οργανωθεί σε χωριστές ομάδες, π.χ. η πάνω γειτονιά, η κάτω γειτονιά, και κάναμε μπιζελοπόλεμο μεταξύ μας. Και ο πόλεμος είχε και θύματα. Είχε τραυματίες. Ο εξάδερφός μου ο Ευθύμης ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήταν άτακτος και κακός στα μαθήματα – τα γράμματα δεν τα έπαιρνε- αλλά ήταν πολύ δυνατός στο σώμα. Όταν παλεύανε, νικούσε όλα τα παιδιά, ακόμη και τα μεγαλύτερά του στην ηλικία. Και όλοι τον φοβόντανε.

Ήταν ο αρχηγός μας. Εμένα με προστάτευε. Ο Ευθύμης λοιπόν σε τέτοιο μπιζελοπόλεμο τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι τον γείτονά του τον Δαμιανό, γιο της Ευδοκίας. Και ο εξάδερφός μου βρήκε τον μπελά του. Από το αριστερό του μάτι ο Δαμιανός δεν έβλεπε. Αλλά τελικά έγινε καλά. Μετά από αυτό οι γονείς μας μάς απαγόρευσαν αυστηρά να παίζουμε μπιζελοπόλεμο.

Όμως εμείς στα κρυφά εξακολουθούσαμε να παίζουμε. Ο Ευθύμης μάλιστα, αντί να βάλει μυαλό, πρωτοστατούσε και οργάνωνε συγκρούσεις. Μάλιστα για προστασία είχε πάρει κρυφά τα γυαλιά ηλίου της μαμάς του και τα φορούσε, όποτε οργανώναμε τέτοιες συγκρούσεις με εκσφενδονισμό ξερών μπιζελιών, που μας τα έστελναν ως βοήθεια από την Βόρεια Αμερική, επειδή στην Κατοχή δεν είχαμε να φάμε και πεινούσαμε.