Ξάφνου, στο κατώφλι του δύσκολου χειμώνα, «το κλίμα ήδη μυρίζει εκλογές». Είναι η διαπίστωση του πρωθυπουργού, αν και ο ίδιος, πριν από λίγο καιρό, όταν είχε ξανάρθει στην επικαιρότητα το θέμα των εκλογών, φρόντισε να το «κλείσει» άρον-άρον, επικαλούμενος την πρόθεσή του για την απρόσκοπτη συνέχιση του κυβερνητικού έργου, χωρίς εκλογολογίες και αναστάτωση, προκειμένου οι υπουργοί του «να μην κατεβάσουν τα μολύβια», συνεχίζοντας τη δουλειά τους, απερίσπαστοι από μια υφέρπουσα προεκλογική ατμόσφαιρα.
Τώρα, τι άλλαξε ξαφνικά άραγε στις προθέσεις του πρωθυπουργού; Μάλλον στάθμισε καλύτερα τους κινδύνους που ελλοχεύουν και αποφάσισε αλλαγή πλεύσης. Διότι, μπορεί μεν το μεγάλο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών να αφήνει σχεδόν αδιάφορη – σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις – την ελληνική κοινωνία, όμως αρκετά στελέχη στο εσωτερικό του κυβερνόντος κόμματος εκφράζουν δημόσια τις διαφωνίες τους για τους πρωθυπουργικούς χειρισμούς.
Οι διαφωνίες αυτές των «γαλάζιων» στελεχών που πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών, εξηγούν, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, και την επιλογή του κ. Μητσοτάκη να επιδίδεται έντονα το τελευταίο διάστημα στην εκλογολογία. Γιατί ελπίζει πως, έτσι θα περιορίσει αυτές τις διαφωνίες στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης, όπως επιβάλλει ο κομματικός πατριωτισμός.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένουμε τις σημερινές δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά, στην εκδήλωση για την έναρξη λειτουργίας του ιδρύματος «Αντώνης Σαμαράς», στο θέατρο «Παλλάς».
Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να μην έχει ακόμα αποφασίσει πότε θα κάνει τις εκλογές, όμως αποφάσισε να ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία από την Καλλιθέα και στη συνέχεια, εκτός συνόρων και σε ευρωπαϊκό αέρα, από τη Γηραιά Αλβιόνα. Ο Λονδρέζικος αέρας που φύσηξε κατά ‘δω την προηγούμενη εβδομάδα, έφερε μαζί του ξανά τη «μυρωδιά» των εκλογών. Ίσως, των πιο βαρετών εκλογών των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα μας.
Τόσο βαρετές μάλιστα, που θα τις κάνουμε και μετά θα νομίζουμε πως δεν έγιναν. Αρχίζουν να τη χωνεύουν αυτή την πικρή υποψία, ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι συμπολίτες μας, που δεν περιμένουν αυτές τις εκλογές να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο τη ζωή τους. Αντίθετα, περιορίζουν τις προσδοκίες τους στο να μη γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα γι’ αυτούς. Και έχουν «εκπαιδευτεί» πάνω σ’ αυτό! Γιατί η κυρίαρχη οικονομική τάξη έχει καταφέρει να πείσει τους αδύναμους πολίτες ότι τα χειρότερα έρχονται…
Με βολική δικαιολογία τον πόλεμο στην Ουκρανία – που έφερε ένα σκασμό λεφτά για την ίδια – επιχειρεί τώρα η άρχουσα τάξη, δια μέσω των βασικών πολιτικών της εκπροσώπων, να εισαγάγει στην ευάλωτη ψυχολογία των πολιτών, ένα κράμα φόβου και απογοήτευσης για το μέλλον – αφού για όλα τα δεινά φταίει ο πόλεμος – προκειμένου να επικυρώσουν τη συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης. Έτσι, θα προτάξουν προεκλογικά το καθεστώς που επικρατεί, ως «το μη χείρον βέλτιστον». Και η προσπάθεια αυτή θα συνεχίζει να ευδοκιμεί, έως ότου αποφασίσει «το χείρον» – αν το αποφασίσει – να βελτιώσει τη θέση του.
Το Λονδίνο επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός της χώρας την προηγούμενη εβδομάδα, προκειμένου να αναζητήσει επενδυτές, επισημαίνοντας τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε ένα δύσκολο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, όπως είπε. Δεν παρέλειψε βεβαίως να μιλήσει και για τα οικονομικά «επιτεύγματα» της κυβέρνησής του, όπως τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση του ΑΕΠ, το διπλασιασμό των εξαγωγών, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που αλλάζουν τη χώρα και διαμορφώνουν ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, σε μια κρίσιμη διεθνή συγκυρία.
Δεν είπε όμως κουβέντα, ούτε για τα καλάθια των νοικοκυριών, ούτε για τα επιδοματάκια της επιβίωσης, ούτε για την εκτίναξη της ακρίβειας και τον πρωταθλητή πληθωρισμό, που οδηγεί ολοένα και περισσότερους πολίτες στα όρια της εξαθλίωσης. Καλά έκανε βέβαια και δεν είπε τίποτα ο πρωθυπουργός γι’ αυτά τα «ωραία» που συμβαίνουν εδώ, σ’ αυτή τη χώρα, αφού δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτά οι επενδυτές…
Πάντως κατάφερε ο κ. Μητσοτάκης να πιεί το περίφημο «five o’ clock tea», παρέα με τον Βασιλιά Κάρολο τον Γ΄, συζητώντας χαλαρά για την αξιοποίηση του ανακτόρου στο πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου. Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, με τις δημόσιες δηλώσεις του κατά των τραπεζών, έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα, ότι ιεραρχεί την οικονομία ως προτεραιότητα στην προεκλογική του ατζέντα.
Με την κίνησή του αυτή – ακόμα κι αν αποτελεί υποκριτική πράξη – ο πρωθυπουργός επιχειρεί να ενισχύσει το κοινωνικό του προφίλ, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει την ατζέντα των πολιτικών του αντιπάλων στην πλευρά της αντιπολίτευσης, που εδώ και μήνες κατηγορούν την κυβέρνηση για τις τράπεζες, τους πλειστηριασμούς, τα κόκκινα δάνεια και τα funds.
Στην πρόσφατη συνάντησή του μάλιστα με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο κ. Μητσοτάκης «διαλάλησε» την ενόχλησή του – κατά τα μίντια «δεν έκρυψε την ενόχλησή του» – (ακούγεται πιο πειστικό), για τη στάση που κρατούν οι τράπεζες. Το μήνυμα που έστειλε ο πρωθυπουργός, περισσότερο προς τους πολίτες παρά προς τις τράπεζες, είναι ξεκάθαρο: «Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, θα πρέπει να πληρωθούν από τα κέρδη των τραπεζών και όχι να τα πληρώσει ο προϋπολογισμός, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος».
Η κυβέρνηση έχει ζητήσει, μεταξύ άλλων, από τις τράπεζες – κατά τον κ. Μητσοτάκη – στήριξη στους ευάλωτους δανειολήπτες, αύξηση στις εγκρίσεις αιτήσεων εξωδικαστικού μηχανισμού, μείωση επιτοκίων χορηγήσεων, αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, φρένο στο κόστος προμηθειών απλών τραπεζικών συναλλαγών και παράλληλα έχει νομοθετήσει να μη δοθεί κανένα bonus στα υψηλόβαθμα στελέχη των τραπεζών το 2022.
Είναι γεγονός ότι, τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων σε αντίθεση με τις μεγάλες αυξήσεις σε εκείνα των δανείων και οι εύλογες ανησυχίες για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων, έχει προκαλέσει εκνευρισμό στους κόλπους της κυβέρνησης.
Το Υπουργείο Οικονομικών έστειλε προς τις τράπεζες το μήνυμα του πρωθυπουργού, που τις καλεί να βρουν τρόπους να στηρίξουν τους πελάτες τους, τη στιγμή που οι ίδιες παρουσιάζουν αυξημένη ρευστότητα και ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία μέσα στο 2022.
Ένα φιλολαϊκό μέτρο στο δρόμο προς τις εκλογές θα ήταν η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών. Να πληρώσουν δηλαδή οι τράπεζες ένα ποσοστό επί των κερδών τους, που ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Ο πρωθυπουργός όμως έσπευσε να αποκλείσει κάτι τέτοιο από το Λονδίνο, για να μην δυσαρεστήσει τους… επενδυτές.
Την ίδια στιγμή, ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Ισπανία, τόλμησαν και ψήφισαν την επιβολή έκτακτης εισφοράς, ύψους 4,8% στα κέρδη από τη διαφορά του επιτοκίου και τις προμήθειες που επιβάλλουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση επιτρέπει τη δημιουργία υπερκερδών στις συστημικές τράπεζες και τα επιδοτεί η ίδια στις μεγάλες εταιρείες ενέργειας, κερδοσκοπώντας ουσιαστικά μέσω των ανατιμήσεων και του ΦΠΑ, εις βάρος των πιο ευάλωτων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε και επίσημα στη χώρα μας. Οι υπουργοί θα αφήσουν σύντομα κάτω τα μολύβια, με τα οποία σχεδίαζαν το μέλλον της χώρας, για να προετοιμάσουν τώρα το δικό τους – και πιο σημαντικό για εκείνους φαντάζομαι – πολιτικό μέλλον, με ορίζοντα την επόμενη τετραετία. Εμείς όμως και πάλι, οι «πληβείοι» της κοινωνίας, θα συνεχίσουμε να λογαριάζουμε με τα δικά μας μολύβια, για το πως θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα την επόμενη μέρα.
https://moschonas.wordpress.com