Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε ένα μεγάλο δώρο στον Τ. Ερντογάν κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα, αλλά δεν έλαβε το αντίστοιχο από την τουρκική πλευρά.
Η χορήγηση 7ημερης visa στους Τούρκους πολίτες να επισκέπτονται 10 ελληνικά νησιά ανά έτος, σπάει την πλήρη άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πάγιο τουρκικό αίτημα για απελευθέρωση της visa. Η συμφωνία αυτή που ισχύει μόνον για την Ελλάδα ( ευρωπαϊκό έδαφος) και την Τουρκία ήταν ελληνική πρόταση που συζητήθηκε ενδελεχώς με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δι’ αυτού του τρόπου και μέσω Ελλάδας, ο Τ. Ερντογάν μπορεί να επαναφέρει δριμύτερα το αίτημα για τη visa στην ΕΕ και να το εκμεταλλευθεί πολιτικά και κομματικά.
Η ελληνοτουρκική αυτή συμφωνία αφορά σε ελληνικά νησιά που ανήκουν στις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων για τα οποία η Τουρκία μανιωδώς , έωλα και ψευδώς υποστηρίζει ότι είναι αποστρατιωτικοποιημένα.
Η παρουσία Τούρκων πολιτών σ αυτά τα νησιά, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι δρα αποτρεπτικά σε υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από το έδαφος τους και την ελληνική κυριαρχία και για αυτό ο Τούρκος πρόεδρος, στραμπουλώντας τη γλώσσα του, μιλά για το τέλος των υπερπτήσεων. Αυτή όμως είναι η μισή πλευρά της πραγματικότητας .
Και τούτο διότι η ελληνική κυβέρνηση δεν τόλμησε να προσθέσει στον κατάλογο των ελληνικών νησιών για χορήγηση τουρκικής Visa και τα νησιά που δεν ανήκουν στις Συνθήκες (π.χ. Αη Στράτης), αλλά κυρίως τις ελληνικές βραχονησίδες, την ελληνικότητα των οποίων αμφισβητεί μονίμως ο Ερντογάν και παραβιάζει συστηματικώς μέρος της ελληνικής κυριαρχίας.
Δι’ αυτού του τρόπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη άφησε χώρο και χρόνο στην Άγκυρα και υπερπτήσεις να συνεχίσει και να παραβιάζει συστηματικά την ελληνική κυριαρχία και να παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο των 6-10 ν.μ.
Η κυβέρνηση αντιθέτως πανηγυρίζει μόνη της αυθαιρέτως και παραπλανητικώς ότι έχουν σταματήσει οι δραστηριότητες των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, προκειμένου να μεγεθύνει πολιτικά το επιχείρημα ότι επι κυβέρνησης Μητσοτάκη υπάρχει ηρεμία στο Αιγαίο.
Και εδώ η πραγματικότητα διαψεύδει την κυβέρνηση, διότι Τουρκία χρησιμοποιεί πλέον κατά κόρον τα τουρκικής παραγωγής UAV για να οργώνει καθημερινώς το Αιγαίο από Βορρά προς Νότο και αντιστρόφως, κατακερματίζοντας την ελληνική κυριαρχία και αμφισβητώντας την ελληνικότητα των βραχονησίδων.
Η ελληνική κυβέρνηση κάνει ότι δεν βλέπει, δεν ακούει δεν ενδιαφέρεται και δεν παραδέχεται αυτή τη μόνιμη επιθετική πολιτική της Τουρκίας με απρόβλεπτες εξελίξεις. Από την πλευρά του όμως ο πονηρός Ερντογάν έσπευσε να προειδοποιήσει απειλητικά την Αθήνα ότι:
«Η αμυντική βιομηχανία της Ελλάδας δεν έχει παραγωγή σαν τη δική μας. Είμαστε πλέον σε θέση να παράγουμε σε επίπεδο που ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες μας σε αυτόν τον τομέα. Για τον λόγο αυτόν οι δαπάνες της Τουρκίας για αγορές όπλων είναι ασύγκριτα χαμηλότερες από εκείνες της Ελλάδας».
Ο Τ. Ερντογάν δεν άλλαξε ούτε ένα ίχνος από τις επιθετικές βλέψεις και διεκδικήσεις του σε βάρος της Ελλάδας κατά την επίσκεψη του. Έκανε όμως μια μεγάλη στροφή/ παγίδα στον χαρακτήρα των τουρκικών βλέψεων και διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, δηλώνοντας ότι όλα τα θέματα είναι ΝΟΜΙΚΑ και μπορούν να παραπεμφθούν στη ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Είναι η πρώτη φορά που η Άγκυρα ανοίγει μόνη της τον δρόμο για τη λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών στη διεθνή δικαιοσύνη, υπερκαλύπτοντας έτσι την πάγια ελληνική θέση, ότι το μοναδικό πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι το νομικό θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Με την παραδοχή ότι όλα τα προβλήματα είναι νομικού χαρακτήρα και μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη διεθνή δικαιοσύνη, ο Ερντογάν επιχειρεί να απλώσει μια προς μια τις βλέψεις και διεκδικήσεις του εναντίον της Ελλάδας, προβάλλοντας διεθνώς τη νομική διάσταση καθενός από τα προβλήματα.
Δηλαδή, καλεί την Ελλάδα να υποστηρίξει και αποδείξει νομικά τα 10νμ εθνικού εναερίου χώρου, ενώ τα χωρικά ύδατα είναι 6νμ, την ανάγκη κατάθεσης σχεδίων πτήσης των τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΙCΑΟ, να επιβεβαιώσει τα πραγματικά όρια του FIR Αθηνών, να αποδείξει ότι τα νησιά της Συνθήκης της Λωζάννης δεν βρίσκονται σε καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης, να αποδείξει νομικά την ελληνικότητα των βραχονησίδων που αμφισβητεί καθημερινώς η Τουρκία, να αναγκάσει την Τουρκία να πάρει πίσω το νόμο της 24611/12 Δεκεμ. 2001 που μονομερώς απλώνει την περιοχή έρευνας και διάσωσης μέχρι τον 25ο μεσημβρινό στο Αιγαίο, να αναγκάσει την Τουρκία να πάρει πίσω το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που μόνον η Ελλάδα θεωρεί παράνομο (μολονότι αυτό έχει αναρτηθεί επισήμως στους αρμόδιους πίνακες του ΟΗΕ) την Αναθεώρηση Συνθήκης Λωζάννης κλπ.
Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης βρήκε ελεύθερο το πεδίο να πανηγυρίσει μόνος του για τη δέσμευση Ελλάδας και Τουρκίας …στο μη δεσμευτικό κείμενο της Διακήρυξης Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας.
Το κείμενο αυτό βασίζεται στις αρχές και διατυπώσεις του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, αλλά τονίζει ρητώς ότι «προκειμένου να ενισχυθούν οι σχέσεις καλής γειτονίας, αμφότερα τα Μέρη, χωρίς να θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις τους, θα καλλιεργούν πνεύμα αλληλεγγύης απέναντι στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις».
Η Διακήρυξη των Αθηνών αποτελεί ένα μη δεσμευτικό πολιτικό κείμενο, που θα έχει ισχύ όσο βολεύει τα Μέρη, εν προκειμένω την Τουρκία, και τις μόνιμες βλέψεις της σε βάρος της Ελλάδας και τούτο διότι δεν περιλαμβάνει Συμφωνία Μη επίθεσης.