Στο ΙΒ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, στις 26 Σεπτεμβρίου 2016, αναπτύξαμε το θέμα “Στρατηγικοί αντιπερισπασμοί των Βρετανών στην Κρήτη το 1943”. 

Ο πρώτος αντιπερισπασμός ήταν το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελίου (4-5 Ιουλίου 1943), ώστε να επιτευχθεί η συμμαχική απόβαση στη Σικελία (10 Ιουλίου 1943). Ήταν η υλοποίηση του σχεδίου “Mincemeat”. 

Ο δεύτερος αντιπερισπασμός από τους Βρετανούς επιχειρήθηκε με τη Μάχη στη Σύμη Βιάννου από τους ενωμένους αντάρτες του καπετάν Μπαντουβά, σε συντονισμό και συνεργασία με τους συνθηκολογημένους Ιταλούς στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Σκοπός του αντιπερισπασμού ήταν να γίνει, παρά τη διαφωνία των Αμερικανών, η αγγλική επιχείρηση κατάληψης της Δωδεκανήσου τις ίδιες μέρες, 9 και 12 Δεκεμβρίου, σε συνάρτηση με τα γεγονότα στην Κρήτη. Ως μέσο προπαγάνδας χρησιμοποιήθηκε εκ μέρους των Βρετανών η πληροφορία για δήθεν Συμμαχική απόβαση στην Κρήτη. 

Ο Βρετανός Σύνδεσμος στην Κρήτη, Πάτρικ Λη Φέρμορ, οργάνωσε τη μεθόδευση του αντιπερισπασμού, όπως ομολογεί ο ίδιος προς το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, με την αριθμ. 6 αναφορά του, στις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ότι, δηλαδή, ενεργούσε “με σαφείς διαταγές από μέρους σας” (Φέρμορ, 234), δηλαδή του Στρατηγείου, και ότι για τους Ιταλούς “ένιωθα πάρα πολύ δυσαρεστημένος που τους είχα ξεγελάσει” (Φέρμορ, 234). 

Στην ανακοίνωση στο Διεθνές Κρητολογικό αναφέρθηκε εκ μέρους μας ότι ο Λη Φέρμορ “δεν κάνει λόγο για τους αντάρτες που τους είχε ξεγελάσει ως αντιπερισπασμό για τα Δωδεκάνησα”. Και αυτό γιατί, λόγω των πολλών θυμάτων της Βιάννου και των καταστροφών, οι Βρετανοί “επεδίωκαν παρεμπόδιση της επικράτησης κομμουνιστικών ή φιλοκομμουνιστικών καθεστώτων στις ευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο”. Ειδικότερα στην αγγλόφιλη Κρήτη, που την θεωρούσαν πέρασμα στις αποικίες τους στη Μέση Ανατολή. 

Παρά ταύτα, η μάχη της Σύμης Βιάννου θεωρείται η σπουδαιότερη μάχη της Αντίστασης Κρήτης, με τη μεγαλύτερη θυσία των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Και τα δύο γεγονότα, της Μάχης και του Ολοκαυτώματος, είναι συνδεδεμένα με τον γενικότερο Συμμαχικό αγώνα. Για τη μάχη της Σύμης, ο Άγγλος Σύνδεσμος Λη Φέρμορ, αναφερόμενος στον καπετάν Μπαντουβά, γράφει ότι “σκότωσε μεγάλο αριθμό στρατιωτών” (Ψυχουντάκης, 298). Επίσης, ο Τζακ Σμιθ Χιουζ, υπεύθυνος της Δράσης της S.O.E. στην Κρήτη αναφέρει ότι “οι γερμανικές απώλειες ήταν 113 νεκροί, 71 τραυματίες και 13 αιχμάλωτοι, έναντι ενός φονευθέντος αντάρτη” (Χιούζ, 70). 

Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης Bruno Brauer “εξεστράτευσε προσωπικώς κατά των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας, κατέκαυσε τα περισσότερα χωριά” (Σανουδάκης, 250) και εξετέλεσε περισσότερους από τετρακόσιους πολίτες της Βιάννου και Ιεράπετρας. 

Ήδη, από τις 25 Μαρτίου 1942, ο τότε πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητρόπολης Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης αναπλήρωνε στο έργο του τον εξόριστο αντιστασιακό Μητροπολίτη Κρήτης Βασίλειο τον Ε΄. 

Στις 16 Σεπτεμβρίου ο Ευγένιος, όταν πληροφορήθηκε για τις εκτελέσεις, μετέβη στο Βενεράτο. Εκεί συνάντησε τον Μέραρχο Μύλλερ και “μεσολάβησε για να σταματήσουν οι εκτελέσεις και οι καταστροφές, επικαλούμενος τον ανθρωπισμό και τον πολιτισμό” (Σανουδάκης, 250). 

Ο Μύλλερ απέρριπτε την πρόταση και έθετε ως προϋπόθεση την απελευθέρωση των 12 Γερμανών που είχαν συλληφθεί από τους αντάρτες στη μάχη. Ο Ευγένιος προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ο ίδιος στους αντάρτες “και να συναντήσει τον αρχηγό Μπαντουβά” (Σανουδάκης, 250). Ο Μύλλερ, παρά τους δισταγμούς του, αποδέχθηκε την πρόταση και ο Ευγένιος επέστρεψε στο Ηράκλειο, πήρε μαζί του τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Βασιλάκη και τον Διερμηνέα Γεώργιο Γκριδάκη και πήγε στην Κάτω Σύμη. 

Λόγω δυσκολιών, ανέβηκε μια αντιπροσωπεία “οι εφτά πρόεδροι και παπάδες τσ’ επαρχίας Βιάννος” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς, 251) και στο Άγ. Πνεύμα τους παρέλαβε αντιπροσωπεία των ανταρτών. 

Στην επιστολή προς καπετάν Μπαντουβά ο Ευγένιος εξέφραζε τη θλίψη του για τις εκτελέσεις και σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις των Γερμανικών Αρχών Κατοχής, για να μη χυθεί άλλο αίμα, ζητούσε “να παραδοθώσι οι κρατούμενοι παρ’ Υμών Γερμανοί στρατιώται ή τα πτώματα αυτών” (Κάββος, 400-401). Ο Ευγένιος, από καθήκον χριστιανικό και πατριωτικό ζητούσε εν ονόματι της πατρίδας “να παραδώσητε τους ζητουμένους Γερμανούς” για πρόληψη μεγαλύτερου κακού και “σωτηρίαν αδελφών εκ βεβαίου θανάτου και χωρίων εξ επικείμενης καταστροφής”. 

Ο καπετάν Μπαντουβάς, δια χειρός Γεωργίου Μεταξάκη, πρώην Διευθυντή της Νομαρχίας Λασιθίου και ανιψιού του περίφημου Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη, έγραψε επιστολή προς τον Ευγένιο ότι “επί του παρόντος δεν επιβάλλεται, διότι δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει τας αποφάσεις μας τας στηριζομένας εις τας μέχρι σήμερον ειλημμένας διαταγάς της Κυβερνήσεώς μας και του Συμμαχικού Στρατηγείου εκ του οποίου εξαρτώμεθα” (Κάββος, 401 και Σανουδάκης-Ζαχαρίας Μπαντουβάς, 153). Παρακαλούσε, επίσης, τον Ευγένιο να εντείνει τις μεσολαβητικές προσπάθειές του με τους Γερμανούς “διά την καλυτέραν μεταχείρισιν του αμάχου πληθυσμού”. 

Με την λήψη της επιστολής Μπαντουβά, ο Ευγένιος γνωστοποίησε στον Επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο, στον οποίο υπαγόταν η Βιάννος και η Ιεράπετρα, όσα συνέβαιναν στις δυο Επαρχίες “και τας εκτελέσεις άνω των τετρακοσίων ανδρών”. Επίσης, ζητούσε τη μεσολάβηση της Εκκλησίας προς τους αντάρτες, για να παραδώσουν τους αιχμαλώτους Γερμανούς, “διότι άλλως θα καταστραφώσι και άλλα χωρία της Βιάννου και θα εκτελεσθώσι οι κρατούμενοι οκτακόσιοι όμηροι” (Επιστολή Ευγενίου, Α.Ι.Μ.Κ.Α., αριθμ. 20). 

Ο Ευγένιος αναφέρει, επίσης, ότι ο κύριος λόγος που ανέλαβε την αποστολήν του ήταν “διά να δοθή η ευκαιρία εις τας δυνάμεις να μεσολαβήσουν όπου δει διά την σωτηρίαν των ανθρώπων και την αποφυγήν της ολοκληρώσεως της καταστροφής, διότι περί της επιτυχίας αυτής έχουν πολύ ολίγας ελπίδας”. 

Η εικόνα της Βιάννου είναι συγκλονιστική για τον Ευγένιο. “Η Βιάννος όλη είναι, Θεοφιλέστατε, βουτηγμένη εις βαθύ πένθος. Η θλίψις και η συγκίνησις είναι ζωγραφισμένη εις τα πρόσωπα όλων. Όταν αντίκρυσα τους εν τω Γυμνασίω Βιάννου κρατημένους ομήρους μεταξύ των οποίων είναι και δύο ιερείς του Καλαμίου και του Συκολόγου δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυα. Εντός του κτιρίου τούτου κρατούνται 350 όμηροι. Χθες βράδυ επρόκειτο να μεταφέρουν από τον Μύρτον εις την Παναγιάν Πεδιάδος άλλους πεντακοσίους (500), ανεστάλη όμως η μεταφορά των μέχρι πέρατος των διαπραγματεύσεων”. Στο τέλος της επιστολής κάνει λόγο για την φρικτή εικόνα που αντίκρυσε. Είναι ουσιαστικά η πρώτη εκτενής εικόνα των φοβερών εκτελέσεων. 

Έκτοτε,τις επαφές και διαπραγματεύσεις με τον Μύλλερ και τους αντάρτες ανέλαβε ο Επίσκοπος Διονύσιος. 

Στις 23 Σεπτεμβρίου έλαβε “δευτέραν Έκθεσιν” (Διονυσίου Απομνημονεύματα, τετράδ. 28 σ.103) του Ευγενίου, μετέβη στο Ηράκλειο, όπου ζήτησε γερμανομαθείς ως διερμηνείς, που από φόβο αρνήθηκαν. Μαζί με τον Ευγένιο και τον Νικόλαο Παπαματθαιάκη πήγε στις Αρχάνες να συναντήσει τον Μύλλερ. Ο Μύλλερ απουσίαζε και στους επιτελικούς Γερμανούς αξιωματικούς εξέθεσε τις απόψεις του να έλθει “εις επαφήν με το σώμα του Μπαντουβά” (ό.π., σ. 103). 

Στις 25 Σεπτεμβρίου κατευθύνθηκε στο Γυμνάσιο Βιάννου “ένθα εκρατούντο οι 350 όμηροι, ελαττωθέντες εις 200 δι’ αποδράσεως ή τη ανοχή και βοηθεία των φρουρών” (Διονύσιος, τ. 28, σ. 106). Όλοι οι κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο, όπου τους μίλησε ένας Γερμανός λοχαγός που είχε συζητήσει με τον Διονύσιο στις Αρχάνες, ο Γενικός Διοικητής Κρήτης και ο Νομάρχης Ηρακλείου. “Τέλος προσεφώνησα και εγώ ως πνευματικός αυτών πατήρ”. Παρεκάλεσε, μάλιστα, τον λοχαγό να μη γίνει εκκένωσις της Επαρχίας Βιάννου και οι όμηροι “απολυθέντες απήλθον εις τα ίδια”. Στη συνέχεια ο Διονύσιος επιχείρησε περιοδεία στη Βιάννο και καυτηρίαζε τη σκληρότητα και την απανθρωπιά. 

Στις 4 Οκτωβρίου επέστρεψε στο Ηράκλειο, όπου “υπέβαλον γραπτώς εις τον Στρατηγόν Μύλλερ το πόρισμα των ενεργειών μου”,  επισκέφθηκε τους τραυματίες της Βιάννου στο “Πανάνειο” Νοσοκομείο. Συνάντησε τον Ελβετό αντιπρόσωπο του Δ. Ε. Σταυρού. Επέστρεψε εξαντλημένος στη Νεάπολη “μη δυνάμενος να σταθώ εις τους πόδας μου”.  

Στις 27 Οκτωβρίου διάβασε έκκληση του Ε.Ο.Χ.Α. για τους δυστυχείς και τα ορφανά, για τα οποία είναι “ανάγκη να γίνη τοποθέτηση τούτων εις διαφ[όρους] οικογενείας” (Διονυσίου Απομνημονεύματα, τετράδ. 28, σ. 111).  

Ο Διονύσιος, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Λασιθίου του Ενωμένου ΕΑΜ (1941-43), κατηγορήθηκε αδίκως για τη σύλληψη και εκτέλεση από τους Γερμανούς του Ρούσσου Κούνδουρου και πικράθηκε βαριά, έστω και αν αργότερα, ομόφωνα, από όλες τις πλευρές της Αντίστασης, θεωρήθηκε αμέτοχος. 

Ο Ευγένιος, ως το τέλος της Κατοχής συνεργάσθηκε με το αντάρτικο, ενωτικά. Μετά την απελευθέρωση έγινε Μητροπολίτης και Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, με τη στήριξη του λαού και των Αρχηγών της Αντίστασης. Το 1977 κατηγορήθηκε αδίκως και, θλιβόμενος, απεβίωσε εξ αυτού, το 1978.  

Ήταν η ανταπόδοση και των δύο για τους πνευματικούς και εθνικούς αγώνες τους. 

  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  

  1. ΠάτρικΛηΦέρμορ, Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2016. 
  2. ΓεώργιοςΚάββος,Γερμανο-ιταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, Ηράκλειο 1991 
  3. ΑντώνηςΣανουδάκης, ΚαπετάνΜπαντουβά απομνημονεύματα, εκδόσεις Κνωσσός, Αθήνα 1979.  
  4. ΑντώνηςΣανουδάκης-ΖαχαρίαΜπαντουβά, Ο ήλιος είχε σκοτεινιάσει, Κνωσσός Αθήνα 1991. 
  5. ΑντώνηςΣανουδάκης, Εκκλησία και Αντίσταση,εκδ. Κνωσσός, Αθήνα 1993.  
  6. Ευγενίου Επιστολή, Αρχείο Ιεράς ΜητροπόλεωςΚυδωνίαςκαι Αποκορώνου (Α.Ι.Μ.Κ.Α.), αρ. πρωτ. 542/20-9-1943, αρ.20. 
  7. ΓεωργίουΨυχουντάκη, Ο Κρητικός Μαντατοφόρος, εκδόσεις Επιλογή, Αθήνα 1981.
  8. Τζακ ΣμιθΧιούζ, Απόρρητος Αναφορά της S.O.E. στην Κρήτη 1941-1945, μετ. Ελευθερίου Παπαγιαννάκη, έκδοση ΕλεύθερηΣκέψις, Αθήνα 1991. 

* Ο Αντώνιος Σανουδάκης – Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής  Ιστορίας-συγγραφέας