Κι αγκομαχούσα, να ανέβω την ανήφορα στην Απάνω Αγορά των Αρχανών με το ποδήλατο, να προλάβω, όταν θα ερχόταν εκείνο το δέμα με το λεωφορείο της γραμμής, μεσημεριάτικα.

Ο ήλιος καυτός, η αγωνία κι η προσμονή όμως είχαν ακόμα πιο κόκκινο χρώμα. Ολόκληρη ιεροτελεστία για να ανοιχτεί το πολυπόθητο πακέτο. Πρώτα να μετρηθούν οι εφημερίδες, να μπουν στο σωστό σημείο στον πάγκο. Μετά είχαν σειρά τα μεγάλα περιοδικά, το Ρομάντζο, η Ραδιοτηλεόραση και ύστερα τα μικρά.

Μίκυ Μάους, Σεραφίνο, Μπλεκ. Νομίζω πως έκανε 3 ή 5 δραχμές το κάθε τευχάκι που στα παιδικά μου μάτια ήταν «τεράστιο βιβλίο». Κι ήταν μια πεταλιά η κατηφόρα για το σπίτι. Κι ήταν το χαμόγελο πάνω από τ’ αυτιά γιατί το μεσημέρι, που έπρεπε να μην ακούγεται ούτε η ανάσα μας όσο θα ξεκουράζονταν οι… μεγάλοι, εγώ θα είχα τον δικό μου θησαυρό να διαβάσω.

Και μην νομίζετε πως όλα τέλειωναν τις Τρίτες! Και τις επόμενες μέρες η προσμονή ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Ο αδελφός μου αγόραζε τον Μπλεκ, τον Τιραμόλα και το Μίκυ Μάους και περίμενα καρτερικά να τα διαβάσει εκείνος πρώτος, για να τα συζητήσει με την παρέα των φίλων του τ΄ απογεύματα και μετά θα μπορούσα να μπω κι εγώ σε εκείνον τον αγορίστικο κόσμο… «Μα τα χίλια ελάφια», ο καθηγητής Μυστήριους ήταν ο αγαπημένος μου.

Δεν λέω, και ο μικρός Ρόντυ ήταν είδωλο που πρωταγωνίστησε δίπλα στον Μπλεκ αλλά ο καθηγητής με το πλατύγυρο μαύρο καπέλο και το παράξενο γένι στο πηγούνι, ήταν κορυφαίος για μένα. Είχε πολλές γνώσεις, μοναδικές ατάκες, και τον θεωρούσα κι αυτόν δάσκαλό μου.

Ο μπαμπάς μου μού έφερνε κάθε Τέταρτη που κατέβαινε στη Χώρα την «Κατερίνα» και τα Σάββατα την «Μανίνα», όλα εκείνα τα κοριτσίστικα. Κι εγώ κορδωνόμουν πως τα΄ χα πρώτη απ’ όλους στο χωριό. Βυθιζόμουνα στις ατέλειωτες εικονογραφημένες ιστορίες, στα νέα των ηθοποιών και των τραγουδιστών.

Στις μοναδικές αφίσες που έκανα συλλογή και τις κολλούσα στον τοίχο και εκείνο το οπισθόφυλλο με τις χάρτινες κούκλες και τα ρούχα τους που έπαιζα ατελείωτες ώρες, όλο το καλοκαίρι… Ήμουν πολύ πλούσια σαν παιδί, γιατί είχα όλα αυτά τα περιοδικά… δικά μου.

Και διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα και τα τακτοποιούσα σε παλαιότητα, σε μέγεθος, σε χρώμα… Ξέρετε που την είχα την βιβλιοθήκη των περιοδικών μου; Κάτω από το κρεββάτι μου. Ναι, ναι!

Εκεί σερνόμουν και τα τακτοποιούσα όλα στη σειρά, κάθετα, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα που τα «ξάπλωνα» γιατί δεν χωρούσαν όρθια… Εκεί δεν θα ενοχλούσαν στο καθάρισμα αφού η σκούπα δεν έφτανε μέσα μέσα στον τοίχο, ούτε η σφουγγαρίστρα!

Θυμάμαι τη γιαγιά Ελένη, τ’ απογεύματα στην αυλή, αυτήν με τις τεράστιες ορτανσίες και τα σκυλάκια, που μουρμούριζε καμμιά φορά πως θα χαλάσω τα μάτια σου σε αυτά τα περιοδικά και τα διαβάσματα. Έπρεπε καλύτερα να πιάσω το κέντημα, να προκόψω, να μάθω να ράβω που ΄ταν χρήσιμο για τα κορίτσια και την ίδια στιγμή, κατέβαζε τα γυαλιά της να ρίξει μια ματιά σε «τουτανά τα παράξενα»*.

Μου λείπει επίσης εκείνο το κρύο νερό στα γυάλινα ποτήρια, που ποτέ δεν κατάλαβα πως πάγωνε μέσα στο σταμνί αφού δεν ήταν στο ψυγείο. Μου λείπει το συκαλάκι το γλυκό, το σκούρο πράσινο, που άνοιγε το βάζο και μύριζε ο τόπος κι ο δίσκος με το σεμεδάκι. Ακόμα και σε μας τα παιδιά έτσι μας τρατάριζε, σε μικρά κρυστάλλινα πιατάκια, με εκείνο το λιλιπούτειο πιρουνάκι με τα δυο δόντια, που ΄χε χρωματιστή λαβή.

Δεν φοβόταν μην τα σπάσουμε ή τα χαλάσουμε, γιατί απλά… έτσι ήταν το σωστό. Κι άφηνα τα περιοδικά μου στο σκαλοπάτι της αυλής κι έκανα πως παρακολουθούσα το πλέξιμο με το βελονάκι. Χίλιες φορές προσπάθησε να με μάθει, αλλά δεν το ΄χα και δεν έμαθα σχεδόν ποτέ. Το προσπάθησα σαν μεγάλωσα αρκετά, από το Youtube (αν είναι δυνατόν) και πάλι δεν τα κατάφερα. Στο κέντημα όμως δεν πιανόμουν.

Έμαθα την σταυροβελονιά στο νηπιαγωγείο και μέχρι την πρώτη δημοτικού είχα κεντήσει ίσαμε τρία καδράκια με ζωάκια. Η θεία η Αγλαΐα πάλι που έμαθε την κρητική βελονιά, μεγάλη υπόθεση και προίκα για τα κορίτσια εκείνης της εποχής.

Σήμερα που ο αέρας, το μελτέμι το ευεργετικό του καλοκαιριού λυσσομανά από το ξημέρωμα, θυμήθηκα τα δικά μας μπάνια, που πηγαίναμε τις Κυριακές στην Αμνισό με το φορτηγό του μπαμπά. Στην καρότσα εμείς τα παιδιά, όρθιοι να κτυπιόμαστε δεξιά – ζερβά σε κάθε λακκούβα.

Να γινόμαστε ολοσκόνιστοι από τον χωματόδρομο και να λέει η μαμά πως σαν βουτήξουμε στο νερό θα φύγουν όλα… Παίρναμε καμμιά φορά και τις γειτόνισσες κι αν η γιαγιά Ελένη είχε φτιάξει το κυριακάτικο φαΐ ερχόταν μαζί μας.

Αλλιώς σαν γυρίζαμε πίσω μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά από το κυριακάτικο ψητό του ξυλόφουρνου που μόνο σαν κάναμε μπάνιο, «να φύγουν οι άμμουδες» και πασπάλισμα με Nivea για το κατακαμένο μας δέρμα, πέφταμε με τα μούτρα, χωρίς μιλιά, σε εκείνα τα πορσελάνινα πιάτα με το κλαδάκι για να φάμε το πιο νόστιμο φαγητό του κόσμου όλου.

Κι ύστερα, στην κυριακάτικη σιέστα είχαν σειρά τα περιοδικά, όλα!

Τι θυμάμαι ώρες ώρες!

Πάμε να φτιάξουμε καινούργιες αναμνήσεις, να τις ανεβάσουμε σε stories στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…

Υ.Γ. Κι ο Ποπάυ ήταν αγαπημένος μου, απλώς τον δανειζόμουνα, γιατί για κάποιο λόγο δεν προλάβαινα το καινούργιο τεύχος του στο περίπτερο. Σπάνια…

Τουτανά: ετούτα, εκείνα

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/