Υπάρχουν άσπρα πουλιά, κίτρινα, κόκκινα αλλά και μαύρα. Γιατί εκτός λοιπόν των λευκών ανθρώπων να μην υπάρχουν κίτρινοι, ερυθρόδερμοι αλλά και μαύροι; Μια χρωστική ουσία στα γονίδια γιατί να προκαλεί αμέτρητες αντιπαραθέσεις, για διαφορές ανύπαρκτες, μιας και όλοι θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Πολλοί συνάνθρωποί μας μελαμψού χρώματος τυχαίνει να βρίσκονται στη χώρα μας, πρόσφυγες λόγω εμπόλεμων καταστάσεων στις περιοχές της αφρικανικής ηπείρου από όπου εκπατρίστηκαν άρον άρον, με μόνη ελπίδα την επιβίωση, ως ένα και μοναδικό αίτημα στον ουρανό του επέκεινα.

Σε μια Ελλάδα της κρίσης που καθένας περνά δύσκολα και σε πολλούς η προσφυγιά είναι ίσως εκτός από μνήμη και βίωμα, δεν δικαιούμαστε να τα βάζουμε με τους πρόσφυγες ως φταίχτες, αλλά να είμαστε αντίθετοι με όλους αυτούς που δημιουργούν συνθήκες προσφυγιάς. Και θα αναφέρω συγκεκριμένα ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές χώρες όπως Γαλλία, Αγγλία και άλλες, των οποίων τα συμφέροντα ρήμαξαν την αφρικανική ήπειρο και διέλυσαν φυλές με ιστορία στους αιώνες. Χάραξαν σύνορα κατά το δοκούν.

Πώς να μην προκαλέσουν την περιέργεια κάποιου, τα τόσο ευθυγραμμισμένα σύνορα που φαίνονται στον άτλαντα; Οι Γάλλοι ακόμα αντλούν ουράνιο και πετούν τα απόβλητα δίπλα στα χωράφια των γηγενών που αποδεκατίζονται από τους καρκίνους. Για να μην μιλήσουμε για τα ορυχεία των διαμαντιών ή για τα πετρέλαια που ανεβοκατεβάζουν ηγέτες χωρίς να εγγυώνται μια μόνιμη σταθερότητα.

Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι από τις χώρες που πρωτοπατούν το πόδι τους, αν δεν πνιγούν, οι πρόσφυγες, και σ’ αυτές και μόνο τις χώρες ως χώρες υποδοχής δικαιούνται  να ζητήσουν άσυλο. Με αυτά τα νομικά τερτίπια (δες Δουβλίνο ΙΙ) οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποποιούνται ευθύνες και δεν δέχονται στους τόπους τους  πρόσφυγες.

Κι αν η ανθρωπιά τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση, νομίζω ότι κανένας μας δεν θα θέλει να βιώσει ξανά συνθήκες πολέμου και προσφυγιάς. Ας το αναγνωρίσουμε λοιπόν, αυτό στον κακόμοιρο πρόσφυγα, που ίσως στον πόλεμο έχασε πατέρα, γυναίκα, ή παιδιά, που είδε συνοδοιπόρους να πνίγονται ή να πεθαίνουν από τις κακουχίες, αν θέλουμε να λεγόμαστε ακόμα άνθρωποι με ευαισθησίες και καρδιά.

Αριστείδης Αρχοντάκης