Το κείμενο αυτό είναι ένα μικρό αντίδωρο στον καθηγητή Μιλτιάδη Τσιλιμπάρη και την οφθαλμίατρο Ειρήνη Σεβαστάκη που τιμούν το λειτούργημα που υπηρετούν. Είμαστε τυχεροί που έχουμε στο ΠΑΓΝΗ τέτοιους επιστήμονες με υψηλή ανθρωπιά και διάθεση προσφοράς.
Όλες οι αισθήσεις είναι πολύτιμες. Αν κάποιες χαθούν, επιζούμε. Μόνο αν χαθεί η αφή, πεθαίνουμε. Καμία όμως δεν συμβάλλει στη διαμόρφωση του εγκεφάλου με τις πολύτιμες πληροφορίες της τόσο, όσο η όραση που είναι η κορυφαία αίσθηση και καμιά δεν έχει τραγουδηθεί από τον λαό και τους ποιητές όσο εκείνη.
Ίσως κάπως στον Νίκο Καζαντζάκη η όσφρηση συμβάλλει σε κάποια σημεία του έργου του για να περιγράψει κάποιο τόπο και στην μνήμη του ανακαλεί τη μάνα του από τις μυρωδιές της κασέλας και την ερωτική μορφή της Εμινέ μάς την μεταδίδει από τον μόσχο της αγκαλιάς της.
Ο Άγγελος Σικελιανός επίσης σε ένα δελτάριο που μου χάρισε η Άννα, της γράφει «Άννα, κρατώ το χέρι σου και βλέπω». Εδώ η αφή μεταμορφώνεται σε μάτι που βλέπει στο πρόσωπό της την ομορφιά του κόσμου με μεταφυσικό τρόπο.
Στον Διονύσιο Σολωμό η όραση και το φως κυριαρχούν. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του στο Β’ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων «Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει./ Τα μάτια η πείνα εμαύρισε/ Στα μάτια η μάνα μνέει». Στους εξαθλιωμένους από την πείνα πολιορκημένους τα μάτια φαίνονται κατάμαυρα και τεράστια και η μάνα ζηλεύει ένα πουλί που βρίσκει ένα μικρό σποράκι να δώσει στο μικρό του, καθώς ορκίζεται σε αυτά.
Στα ρεμπέτικα αλλά και στα ελαφρά ελληνικά τραγούδια τα μάτια μαγεύουν. «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες με έχουνε κάνει τρελό». «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά». «Είδα μάτια πολλά γαλανά στη ζωή μου».
Πάρα πολλές κρητικές μαντινάδες τραγουδούν τα μάτια. «Σταγόνες απ’ τη θάλασσα λίγο ουρανό όντε βρέχει/ κι από τα δάση χρώματα το κοίταγμά σου έχει». «Μοιάζουν πολύ της θάλασσας τα μάτια τα δικά σου/ κι όποιος τα δει δεν ημπορεί να φύγει από κοντά σου». «Ας λάμπουν όσο θέλουνε στον ουρανό τα αστέρια/ τα μάτια σου δεν έχουνε στον κόσμο ετούτο ταίρια».
« Ανάθεμα στα μάτια σου πώς τά ‘χεις μαθημένα/ και κάνουν πως θωρούν αλλουν κι αυτά θωρούν εμένα». « Μέσα στα μάτια μου τα δυο σ’ έχω και σε φυλάσσω/ δεν κλαίω με το δάκρυ μου μη στάξεις και σε χάσω». Ένας αγαπημένος φίλος διαβάζοντας για την περιπέτειά μου μου έστειλε την μαντινάδα: «Ποια μαντινάδα να σου πω στο περιστατικό σου/ να ‘μουνα Θιος να σού ‘δινα παντοτινά το φως σου».
Εκεί όμως που αποθεώνονται τα μάτια είναι στον Ερωτόκριτο. Η Αρετούσα ερωτεύτηκε αρχικά τον τραγουδιστή που της έκανε καντάδα και όταν αναγνωρίζει ποιος είναι επιβεβαιώνει με την ομορφιά του το αίσθημά της. Σε όλο το έργο οι εικόνες με τα μάτια είναι πλούσιες και αληθινά ποιητικά κατορθώματα. Θα περιοριστώ σε δύο σημεία όπου ο διάλογος των ματιών είναι πιο ομιλητικός και αποκαλυπτικός των συναισθημάτων ακόμη κι από τον λόγο.
«Όπού’χε δει όμορφο δεντρό, με τ’ άνθη στολισμένο, / είν’ τσ’ Aρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο· /όπού’χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα, ήλεγε· /”Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα”·/ όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει, /του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει».
Ο Ερωτόκριτος αυτοεξορίζεται, η Αρετούσα επισκέπτεται την κάμαρή του, όπου βρίσκει τα τραγούδια του και τη ζωγραφιά της. Όταν εκείνος επιστρέφει, φοβούμενος την οργή της υποκρίνεται τον άρρωστο. Η Αρετούσα όμως του στέλνει δώρο ξαρρωστικό δύο κυδώνια. Ξεθαρρεύει και αποφασίζει να πάει στο παλάτι.
Εδώ αρχίζει ένας εξαιρετικός διάλογος των ματιών. Σας παραθέτω μόνο λίγους στίχους, αλλά αξίζει να ανατρέξετε στο κείμενο, γιατί στο σημείο αυτό ο ποιητής δείχνει το πραγματικό ανάστημά του που κάνει το έργο του ένα από τα μεγάλα δημιουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.«Kρουφά τον ανεντράνιζεν, κι ουδέ πολυσυχνιάζει,/ ακάτεχη σ’ έτοια δουλειάν, και δίχως Πόθο μοιάζει. / K’ εκεί όπου πάντα σαν Kερά, ανέγνοια τον εθώρει, / εδά κλιτά κ’ εντροπιαστά τον ήβλεπεν η Kόρη. […] Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει,/ για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη,/ κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη, /και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει./ Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει,/ την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει. /Δέ’ την, και ξαναδέ’ την-ε, αρχίνισεν κ’ η Kόρη / κ’ εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει· /’κεί οπού’θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει, /Έρωτας τσ’ ήφτε τη φωτιάν, κ’ ήστεκε ν’ αναλάβει.
Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ’ ελυπάτο, / και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο. […] Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν,/ γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ’ αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν.
Eδέτσι επέρναν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον /που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον. Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ’ εις τ’ όχι· / με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το’χει. / Δε θέ’ να δείξει κ’ εύκολα ο Πόθος την ορίζει·/μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει».