Σάββατο βράδυ ήρθε το τελεσίγραφο: «Αύριο θα πάμε στα μαγαζιά που είναι ανοικτά και έχουν εκπτώσεις».
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε, ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι του. Θυμήθηκε τις ατελείωτες ώρες στις βιτρίνες, την αναποφασιστικότητα της διαλογής, την ουρά στα ταμεία και το φόρτωμα των τσαντών με τα ψώνια.
Τα τελευταία χρόνια ξεγλιστρούσε με μαεστρία, σαν χέλιˑ πότε είχε δουλειά, πότε ήταν κουρασμένος, πότε είχε κάποιο σημαντικό ραντεβού. Βλέπεις, ήταν καθημερινές ή Σάββατα και είχε πάντα έτοιμη μια δικαιολογία. Αύριο, όμως, ήταν Κυριακή, τι δικαιολογία μπορούσε να βρει; Επιπρόσθετα είχε προειδοποιηθεί 24 ώρες νωρίτερα.
Το συζυγικό τελεσίγραφο ήταν με δεδομένα και όχι με ζητούμενα, όπως ήταν το πολιτικό ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου και συνεπώς το «Όχι» ήταν μη αποδεκτό, μα πάνω απ’ όλα ατεκμηρίωτο.
Κυριακή πρωί 14 Γενάρη άνοιξαν οι ποταμοί του καστρινού ουρανού. Έτρεξε στην κυριακάτικη λειτουργία ν’ ανάψει ένα κερί και να ευχαριστήσει τον Μεγαλοδύναμο.
«Τελικά οι προσευχές εισακούγονται» σκέφτηκε με κρυφή ικανοποίηση.
Επιστροφή στο σπίτι, ενώ η βροχόπτωση μαινόταν, με δυο κυριακάτικες εφημερίδες γεμάτες ένθετα. Ένας ζεστός καφές, το ξάπλωμα στον καναπέ και η βύθιση στην ανάγνωση του Τύπου. Η σύζυγος εκνευρισμένη, σιωπηλή τακτοποιούσε το σπίτι.
Αυτή η όμορφη, πατριαρχική, οικογενειακή και συνάμα μαγική εικόνα διαταράχθηκε βίαια γύρω στις 12 το μεσημέρι που σταμάτησε η βροχή και…«το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Η έξοδος ήταν προ των πυλών. Μήπως τελικά έπρεπε να ζούσε σε μια άλλη εποχή;
Η επόμενη εικόνα εκτυλίχθηκε στο εσωτερικού κεντρικού πολυκαταστήματος στο κέντρο της πόλης. Στην εναγώνια ερώτηση «Εσύ θα ψωνίζεις καλλυντικά κι εγώ τι θα κάνω;», πήρε την ευχάριστη απάντηση «Υπάρχει βιβλιοπωλείο στον τελευταίο όροφο, πήγαινε να χαζέψεις». Τον συνόδεψε καλού-κακού για μην χαθεί στο πρωτόγνωρο και άγνωστο (γι’ αυτόν) μέρος και του είπε ότι θα περάσει να τον πάρει μόλις θα τελείωνε τις ενδοκαταστηματικές αγορές στους υπόλοιπους ορόφους. Ένοιωσε χαρούμενος, όπως το συμπαθητικό τετράποδο του σπιτιού που το άφηνε ελεύθερο μόνο του να τρέξει και να παίξει. Πάντα βέβαια σε οριοθετημένο και ελεγχόμενο χώρο. Τελικά, μήπως είχε περισσότερα κοινά με το σκύλο του απ’ όσα νόμιζε τόσα χρόνια;
Η σύζυγος τελείωσε, γύρισε και τον μάζεψε. Για μια στιγμή πίστεψε ότι έφτασε η ώρα της επιστροφής, καθώς είχε ήδη περάσει τουλάχιστον μισή ώρα, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Πριν προλάβει να ρωτήσει, βρέθηκε στην οδό 1821 για ένα δεύτερο, τρίτο κ.λπ. γύρο από ψώνια. Το τρυφερό έτερον ήμισυ τού εξήγησε, όπως εξηγούν στα πεντάχρονα αγοράκια, ότι πρέπει να αλλάξει χριστουγεννιάτικα δώρα, να πάρει κάτι για τον πατέρα της και φυσικά κάτι για τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να ανησυχεί, όμως, διότι του δήλωσε ότι θα έπαιρνε κάτι και γι’ αυτόν κι ότι θα έκανε γρήγορα. Το τελευταίο «γρήγορα» του άρεσε και οπλίστηκε με υπομονή.
Όλα όντως έγιναν σχετικά γρήγορα και βρέθηκε να μπαινοβγαίνει σε αρκετά μαγαζιά, κυρίως να βγαίνει, διότι δεν άντεχε να ζει διαρκώς τη διαδικασία διαλογής και την ουρά στο ταμείο.
Δεν ήταν, βέβαια, μόνο η διαρκής μετακίνηση γρήγορη, γρήγορο ήταν και το φόρτωμα με τσάντες. Πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι νόμιζε βρέθηκε με κάμποσες τσάντες να περπατά στο πολυσύχναστο πεζοδρόμιο και να προσπαθεί να χαιρετήσει τους διάφορους γνωστούς χωρίς χειραψίες, καθώς τα χέρια κουβαλούσαν τις χαρές της γυναίκας, τα ψώνια. Τελικά, ενώ τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και ο κόσμος είχε ξεστολίσει τα δέντρα, αυτός ήταν στολισμένος σαν έλατο με όλα αυτά τα κουτιά, σκέφτηκε.
Η υπομονή, όμως, ανταμείφθηκε με ένα ζεστό πιτόγυρο. Όλες οι αρνητικές σκέψεις έσβησαν ως δια μαγείας και χωρίς να το θέλει, αυθόρμητα, ξαναθυμήθηκε τον σκύλο του. Κι αυτός έτρωγε το κρέας του, χωρίς όμως να κουβαλά τίποτα…
ΥΓ. Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους τους ομοιοπαθείς άρρενες συμπολίτες του Μεγάλου Κάστρου: συζύγους, συντρόφους, αρραβωνιαστικούς, αδελφούς, πατέρες, ξαδέλφους, φίλους, ακόμα και..παππούδες. Αυτοί με νοιώθουν!
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος