Τον φίλο μου τον ξέρετε τον ντερμιτζή το Γύφτο, που των χαλκιάδων της Γυφτιάς αυτός κρατεί το σκήπτρο και με καμίνι, φυσερό, σφυρί και μ’ ένα αμόνι, πράγματα κάνει θαυμαστά, και τι δεν κατορθώνει! Κι όταν χτυπά τα σίδερα, που χρυσοκοκκινίζουν σπίθες και νότες “εν χορώ“ το χώρο πλημμυρίζουν.
Χθες πάλι πήγα κατά ‘κει, κάτι μου ‘χε χαλάσει. Η αφορμή ήταν καλή το κέφι να μου φτιάξει. Να τον-ε- βλέπω να φυσά ν’ ανάψει το καμίνι. Να τον-ε- βλέπω, στ’ άμορφο, αυτός, μορφή να δίνει Το μελαψό του πρόσωπο ν’ αναψοκοκκινίζει, το μάτι τ’ απ’ το κάρβουνο πιο μαύρο να γυαλίζει, και να μυρίζω τον καφέ, στη χόβολη, που ψήνει. Να τον ακούω να μιλεί για τους παλιούς μαστόρους.
Με σεβασμό λόγια καλά να ‘χει να πει για όλους. Με τον καφέ αρχίσαμε για τούτα και για κείνα και όλα τα παράπλευρα που σέρνει η καραντίνα.
Για πράγματα που θα ‘πρεπε να είναι καμωμένα και άλλα που δεν έπρεπε, μα είναι γινωμένα. για κακουχίες, για διωγμούς, για τη ζωή στην τέντα, για γύφτους που ξεχώρισαν ως μουσικά ταλέντα. Για γύφτους που δεν ήθελαν τη μέση να κουράσουν, ξέρανε, κακομοίρηδες άλλους, να ξεγελάσουν.
Για γύφτους που δεν έπιασε η παραστιά τους στάχτη, τη μάντρα την θωρούσανε της λευτεριάς τους φράχτη. Θελαν και ταξιδεύανε στης Γης όλα τα πλάτη. Ντέφι, βιολί, γριά μαϊμού κι ονείρατα γεμάτοι. Κι ύστερα κουβεντιάσαμε γύρω απ’ τη δουλεία του. Στο γιό του να την μάθαινε ήταν στα σχέδιά του. Είναι μια τέχνη ζόρικη, μα σ’ αποζημιώνει άμα λυγάς το σίδερο με δυο σφυριές στ’ αμόνι.
Έχεις λογιό λογιό σφυριά και πρέπει να διαλέξεις, το φίλο σου, το σίδερο, να μην τον σακατέψεις. Σωστή πυρά, λίγες σφυριές στον τόπο απού πρέπει, το άμορφο σε έμορφο μπορεί και μετατρέπει 17 κι είν’ η χαρά του σιδερά την αλλαγή να βλέπει.
Μα ‘ναι και τέχνη μαγική, που ‘χει αιώνων ρίζες κι έχει στιγμές περίλαμπρες κι άλλες που είναι γκρίζες. Κι έχει κρυμμένα μυστικά, που λίγοι τα γνωρίζουν, δώρο από τον Ήφαιστο σ’ αυτούς που το αξίζουν.
Κι είπε πως το σινάφι του είχε γνώστες του τρόπου, του μυστικού, να φτιάξουνε, καρφιά του Θεανθρώπου.
‘‘Μ’ αγιόκλημα και λιόκλαδα να είναι πυρωμένα, τα δάκρυα του ντερμιτζή να τα ΄χουνε σβησμένα, να ‘ναι καθάρια, μυτερά, γλυκά να εισχωρούνε’’.
Έτσι λογής αν θα φτιαχτούν, τρυπούν, δεν τυραννούνε.
Οι σταυρωτές δεν θέλουνε τέτοια καρφιά να βάλουν.
Σαν καρφωθούν, το θέλουνε, πόνο πολύ να βγάλουν.
Γύφτοι καρφιά δεν φτιάξανε, πρόθυμοι ήρθαν άλλοι, οι ισχυροί όλης της γης, αυτοί που λες ’’μεγάλοι’’, όπλα αυτοί που φτιάχνουνε και την πληρώνουν άλλοι.
Ήρθανε κι οι φανατικοί με τ’ όπλο στη μασχάλη, που μέχρι σήμερα κρατούν του μίσους τη σκυτάλη.
Τις μάσκες πια δεν βάζουνε, κανένα δεν λογιάζουν.
Κι έχουν επιχειρήματα που νόημα δεν βγάζουν.
Κι αν κάπου κάποτε θα δεις να ανθεί ένα λουλούδι. Κι αν κάπου κάποτε ακούς μικρού παιδιού τραγούδι.Κι αν κάπου άμποτε θα δεις το Λόγο να θεριέψει πες του το, να ετοιμαστεί, αυτούς για να παλέψει.
Θα ‘ναι αγώνας δύσκολος, μα κόσμος καρτερά μπροστάρης να φανερωθεί κι αυτός τ’ ακολουθά Ακόμα δεν κατάλαβα, η ώρα πως περνάει με ένα σοφό αγράμματο που γελαστός μιλάει Γιώργος.
*Ο Γιώργος Αγγελάκης είναι μαθηματικός