Ο παππούς, ενενήντα χρονών, είχε σήμερα τα γενέθλιά του. Και κάθισε και σκεφτόταν. “Έχω ζήσει ενενήντα στροφές της Γης γύρω από τον ήλιο. Ενενήντα χειμώνες, ενενήντα καλοκαίρια… Και αν υπολογίσομε ότι κάθε τρία χρόνια μας κάνουν περίπου χίλιες εκατό μέρες, έχω ζήσει περίπου τριάντα τρεις χιλιάδες εκατό στροφές της Γης γύρω από τον εαυτό της, δηλαδή περίπου τριάντα τρεις χιλιάδες εκατό μέρες! Ποπό!”

Και ξαφνικά, εκεί που σκεφτόταν, άρχισε να φωνάζει.

-Τα γυαλιά μου! Πού είναι τα γυαλιά μου;

Και η εγγονή του, που τον παρακολουθούσε περίεργη, του είπε.

-Παππού, τα φοράς!

-Αχ, ναι… Τι ανόητος που είμαι!

Και ύστερα σκεφτόταν. “Το μυαλό μου είναι κουρασμένο. Ακόμη και ο ύπνος μου, που παλαιότερα ήτανε παυσίλυπος, τώρα έχει γίνει τυραννικός κι αυτός. Όλο εφιάλτες και βασανιστικά όνειρα βλέπω. Λες να τρελάθηκα;” Και θυμήθηκε ότι πριν από λίγο, που είχε ανοίξει το συρτάρι, στάθηκε σαν αποσβολωμένος και προσπαθούσε να θυμηθεί “Γιατί το άνοιξα; Τι ήθελα να βρω;”

Και του ήρθε στο μυαλό και το ποίημα του Βιζυηνού “Από τότε που θρηνώ/ το ξανθό και γαλανό/ και ουράνιο φως μου/ μετεβλήθη εντός μου/ ο ρυθμός του κόσμου…” Στίχοι του τρελοκομείου.

Και η εγγονή του, που τον κοίταζε περίεργη, ρώτησε.

-Παππού, τι έχεις; Θέλεις τίποτα;

-Όχι, κοριτσάκι μου… Σ’ αγαπώ.

Τότε η εγγονή, για να διασκεδάσει τον παππού, άρχισε να χορεύει.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα η μαμά. Ο παππούς ήτανε πεθερός της. Κοίταξε αυστηρά την κόρη και της φώναξε.

-Ε! τι φασαρία είναι αυτή; Παλουκώσου!           Και βγήκε από το δωμάτιο θυμωμένη.

Ο παππούς σηκώθηκε και πήγε και αγκάλιασε και φίλησε την εγγονούλα του. Η παρηγοριά του.